Άφταστος
Άφταστος (ο) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
διάσημος «μάος» –πρακτικός θεραπευτής.
Παραδείγματα
Άφταστοι ήταν ο παπάς των Λυμπιών, ο χότζ̌ιας της Πύλας, το Ττοφούρι της Φασούλας, ο μάος της Πέγειας, η γριά Λουγκρού η παραθκιάνταλη, ο μάος της Έγκωμης (ο λεγόμενος Tερζ̌ιελλούδκιας), η μάγισσα Λεμέ, ο μάος Θεοδόσης του Λαρνάκου, και άλλοι.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
«άφταστον»=αποτελεσματικό γιατρικό, επωφελέστατον.
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου