Αφφαλοντζάνιν

Αναθεώρηση ως προς 20:43, 23 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αφφαλοντζάνιν (το) |etymologia= |simasiologia= κατά λέξη, ο ίκτερος του ομφαλού. Εννοεί και...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αφφαλοντζάνιν (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

κατά λέξη, ο ίκτερος του ομφαλού. Εννοεί και γενικά τον πόνο της κοιλιάς διότι στην πραγματικότητα ο ίκτερος του ομφαλού δεν υπάρχει σαν μεμονωμένη ασθένεια.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

τζ̌ανίν

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου