Αχαμνίζω

Αναθεώρηση ως προς 20:45, 23 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αχαμνίζω |etymologia= |simasiologia= αδυνατώ, εξασθενίζω. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αχαμνίζω

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αδυνατώ, εξασθενίζω.

Παραδείγματα

«Έπιαν με μια πύρεξη λαλώ σου τζ̌αι αχάμνισα τέλεια»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου