Αψ̌ιού
Αψ̌ιού |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ο κρότος φτέρνισματος
Παραδείγματα
«Είπεν αψ̌ιού τζ̌ι έππεσεν που τα ρουθούνια του», φρ. = όταν το τέκνο κληρονομά τα ελαττώματα ή προτερήματα των γονέων. «Είπεν αψ̌ιού τζ̌αι εφκήκεν η ψυσ̌ή του» = Όταν πεθάνει κάποιος ξαφνικά και απρόβλεπτα. «Αψ̌ιουρίζουμαι» = φτερνίζομαι.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου