Αψ̌ιού

Αναθεώρηση ως προς 20:51, 23 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αψ̌ιού |etymologia= |simasiologia= ο κρότος φτέρνισματος |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Αψ̌ιού

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ο κρότος φτέρνισματος

Παραδείγματα

«Είπεν αψ̌ιού τζ̌ι έππεσεν που τα ρουθούνια του», φρ. = όταν το τέκνο κληρονομά τα ελαττώματα ή προτερήματα των γονέων. «Είπεν αψ̌ιού τζ̌αι εφκήκεν η ψυσ̌ή του» = Όταν πεθάνει κάποιος ξαφνικά και απρόβλεπτα. «Αψ̌ιουρίζουμαι» = φτερνίζομαι.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου