Βαβιτσοζάμπης

Αναθεώρηση ως προς 20:52, 23 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βαβιτσοζάμπης (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός με αδύναμα ή πολύ λεπτά πόδια |proelefsi= }}...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Βαβιτσοζάμπης (ο)

Ετυμολογία

Από το «βίτσα» + «ζάμπα».

Σημασιολογία

αυτός με αδύναμα ή πολύ λεπτά πόδια

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου