Βαθοπούττα

Αναθεώρηση ως προς 20:54, 23 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βαθοπούττα (η) |etymologia= |simasiologia= χοντρή γυναίκα που κατά συνέπεια έχει και βαθύ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Βαθοπούττα (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

χοντρή γυναίκα που κατά συνέπεια έχει και βαθύ «πούττο», αιδοίο.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου