Βαϊλίζω

Αναθεώρηση ως προς 19:11, 26 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βαϊλίζω |etymologia= |simasiologia= νοσηλεύω, περιποιούμαι ασθενείς |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Βαϊλίζω

Ετυμολογία

από τη λέξη «βάγια», η= γυναίκα που προσέχει το βρέφος.

Σημασιολογία

νοσηλεύω, περιποιούμαι ασθενείς

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου