Βαϊλίζω
Βαϊλίζω |
---|
Ετυμολογία
από τη λέξη «βάγια», η= γυναίκα που προσέχει το βρέφος.
Σημασιολογία
νοσηλεύω, περιποιούμαι ασθενείς
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου