Βαρυπνάς
Βαρυπνάς, (ο) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
εφιάλτης, ο βραχνάς, κακή δύναμη η οποία πλακώνει το στήθος αυτού που κοιμάται και προκαλεί δύσπνοια
Παραδείγματα
«Ετσίλλισεν με ο βαρυπνάς», φρ. = είδα εφιάλτη. Ο Ρηγάτος αναφέρει ότι ο βαρυπνάς πιθανό να είναι εκδήλωση καρδιακής πάθησης, γαστρικού φόρτου ή υπνικής άπνοιας.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου