Βαρυστομασ̌άζω

Αναθεώρηση ως προς 19:42, 26 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βαρυστομασ̌άζω |etymologia= |simasiologia= έχω βάρος στο στομάχι λόγω πολυφαγίας. |proelefsi...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Βαρυστομασ̌άζω

Ετυμολογία

Σημασιολογία

έχω βάρος στο στομάχι λόγω πολυφαγίας.

Παραδείγματα

«Έφαα μια φάουσα τζ̌αι εβαρυστομάσ̌ασα»,

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου