Βασταρκά

Αναθεώρηση ως προς 18:49, 29 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βασταρκά, (η) |etymologia= |simasiologia= ράβδος με την οποία στηρίζονται οι χωλοί. Η πατερ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Βασταρκά, (η)

Ετυμολογία

από το «βακτηρία»

Σημασιολογία

ράβδος με την οποία στηρίζονται οι χωλοί. Η πατερίτσα, κυρίως από ξύλο.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου