Βατσίνα

Αναθεώρηση ως προς 18:52, 29 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βατσίνα, (η) |etymologia= |simasiologia= το εμβόλιο |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== από το Ιταλ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Βατσίνα, (η)

Ετυμολογία

από το Ιταλικό vaccino

Σημασιολογία

το εμβόλιο

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

«Βατσινάρω» = μπολιάζω, εμβολιάζω, καθώς και μεταδίδω αφροδίσιο νόσημα.

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου