Βατσίνα
Βατσίνα, (η) |
---|
Ετυμολογία
από το Ιταλικό vaccino
Σημασιολογία
το εμβόλιο
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
«Βατσινάρω» = μπολιάζω, εμβολιάζω, καθώς και μεταδίδω αφροδίσιο νόσημα.
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου