Βενετόμματος
Βενετόμματος, (ο) |
---|
Ετυμολογία
από το «βένετος» (<λατ. venetus) = γαλανός.
Σημασιολογία
ο γαλανομμάτης
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου