Βενετώννω

Αναθεώρηση ως προς 18:55, 29 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βενετώννω |etymologia= |simasiologia= παθαίνω κυάνωση, γίνομαι μπλε (σε καρδιακά ή πνευμο...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Βενετώννω

Ετυμολογία

Σημασιολογία

παθαίνω κυάνωση, γίνομαι μπλε (σε καρδιακά ή πνευμονικά επεισόδια, πολύ κλάμα κ.λπ.).

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου