Βίζιτα

Αναθεώρηση ως προς 19:01, 29 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βίζιτα, (η) |etymologia= |simasiologia= επίσκεψη ιατρού |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== Από το...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Βίζιτα, (η)

Ετυμολογία

Από το Ιταλικό «visitare». .

Σημασιολογία

επίσκεψη ιατρού

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«Βιζιτάρω» = επισκέπτομαι ασθενή

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου