Βίλλα

Αναθεώρηση ως προς 19:04, 29 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βίλλα, (η) |etymologia= |simasiologia= το πέος. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== από το λατινικό...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Βίλλα, (η)

Ετυμολογία

από το λατινικό «villa» = προεξοχή.

Σημασιολογία

το πέος.

Παραδείγματα

«Έλα βιλλούιν μου να σε χαρώ»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Βίλλος (βιλλίν, το) είναι και το μικρό αρσενικό παιδί.

«Βιλλιάζω» = έρχομαι σε συνουσία, γαμώ.

Συνώνυμα

βίλλος (ο)= το πέος

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου