Βλάψιμον

Αναθεώρηση ως προς 19:17, 29 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βλάψιμον, (το) |etymologia= |simasiologia= όταν έγκυος γυναίκα επιθυμεί κάτι πάρα πολύ. |pr...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Βλάψιμον, (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

όταν έγκυος γυναίκα επιθυμεί κάτι πάρα πολύ.

Παραδείγματα

«Κακόν βλάψιμον» = δύσκολη ή προβληματική εγκυμοσύνη.

«Έσ̌ει κακόν βλάψιμον, ούλλη μέρα ξερνά»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου