Βλομώννω

Αναθεώρηση ως προς 19:20, 29 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βλομώννω |etymologia= |simasiologia= ναρκώνω (και μτφ. πληγώνω») |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Βλομώννω

Ετυμολογία

από το αρχ. «βλομός».

Σημασιολογία

ναρκώνω (και μτφ. πληγώνω»)

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου