Βλότομος
Βλότομος, (ο) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
το εργαλείο με το οποίο γίνεται η αφαίμαξη.
Παραδείγματα
«Έμπηξεν μου τον βλότομον τζ̌' εν ένωσα»
Επίσης και η καθαυτό αφαίμαξη («ο βλότομος έν πολλά ωφέλιμος»
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου