Βράζω
Βράζω |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
έχω πυρετό ( κυρίως από ελονοσία)
Παραδείγματα
«Πες Βρα - να βράσεις τζ̌αι να μεν ποκρυάνεις», φρ. (να έχεις συνεχή πυρετό). Κυπριακή Αντιλαβή.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
βράστη= ο πυρετός.
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου