Βυζοπόνημαν

Αναθεώρηση ως προς 20:27, 1 Απριλίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βυζοπόνημαν, (το) |etymologia= |simasiologia= μαστίτιδα, πόνος του μαστού |proelefsi= }} __TOC__ ==Ε...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Βυζοπόνημαν, (το)

Ετυμολογία

από το «βυζίν »= βυζός (φουσκωμένος, γεμάτος), και «πόνος».

Σημασιολογία

μαστίτιδα, πόνος του μαστού

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

βυζόπονος, (ο)

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου