Γαιματάς

Αναθεώρηση ως προς 20:32, 1 Απριλίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γαιματάς, (ο) |etymologia= |simasiologia= δοθιήνας, απόστημα |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== α...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Γαιματάς, (ο)

Ετυμολογία

από το αρχ. «ομματάς»= μοιάζει με «όμμα», μάτι

Σημασιολογία

δοθιήνας, απόστημα

Παραδείγματα

Θεραπεία με αλοιφή από καραολούδκια νεογέννητα κουπανιστά, φύλλο βιολέττας, και μαζί με μαύρη αλοιφή βάζεις στον γαιματά. Μετά πλένεις με καρβολικό σαπούνι (λαϊκή).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

αμματάς, (ο)

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου