Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ήταν ο προϊστορικός πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε την περίοδο 1600-1100 π.Χ. κυρίως στην κεντρική και νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Το επίθετο «μυκηναϊκός» προέρχεται από την πρώτη αρχαιολογική θέση στην οποία εντοπίστηκε, τις Μυκήνες της Αργολίδας, που αποτελούν και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του. Κατά την περίοδο ακμής του εξαπλώθηκε και στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ταυτίζεται με την τελευταία περίοδο του Ελλαδικού Πολιτισμού, τον Υστεροελλαδικό Πολιτισμό. Ταξινομείται παραδοσιακά ως προϊστορικός, καθώς οι γνώσεις μας για αυτόν βασίζονται μέχρι σήμερα κυρίως σε αρχαιολογικά ευρήματα.

Μυκηναίοι
Αρχείο:Mykines.jpg
Αρχαιολογικός ώρος των Μυκηνών
Γεωγραφικά Στοιχεία
Συντεταγμένες {{{coordinates}}}
Τοπική αυτοδιοίκηση
Πληθυσμός {{{population}}}

Το όνομά τους έχει δοθεί σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς της Ελληνικής Προϊστορίας, το Μυκηναϊκό, και οι μύθοι που συνδέονται με την ιστορία τους διαπέρασαν τους αιώνες με τα Ομηρικά Έπη και τις μεγάλες τραγωδίες της κλασικής εποχής, ενώ ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν παγκοσμίως την πνευματική δημιουργία και την τέχνη. Η μυθική παράδοση φέρει ως ιδρυτή των Μυκηνών τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης, της κόρης του Ακρισίου, του βασιλιά του Άργους, απόγονου του Δαναού.

Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο Περσέας ονόμασε τη νέα πόλη Μυκήνες είτε επειδή εκεί έπεσε ο μύκης του ξίφους του είτε επειδή εκεί αποκαλύφθηκε μία πηγή με άφθονο νερό, η Περσεία πηγή, κάτω από τη ρίζα ενός μύκητος, δηλαδή ενός μανιταριού. Σύμφωνα με το μύθο, οι απόγονοι του Περσέα βασίλεψαν στις Μυκήνες για τρεις γενιές, με τελευταίο τον Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε χωρίς να αφήσει απογόνους, και έτσι οι κάτοικοι των Μυκηνών επέλεξαν ως βασιλιά τους τον Ατρέα, γιο του Πέλοπα και πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.


Η αρχή του Μυκηναϊκού πολιτισμού

Η αρχή του Μυκηναϊκού πολιτισμού σημαδεύεται από την άνοδο ηγετικών ομάδων πολεμιστών, που αναπτύσσουν σχέσεις με το Μινωικό πολιτισμό της Κρήτης, εισάγοντας έτοιμα προϊόντα, νέες ιδέες, και τεχνικές στην παραγωγή αλλά και την κοινωνική οργάνωση. Μία εντυπωσιακή εικόνα του πλούτου της πρώιμης μυκηναϊκής εποχής δίνουν οι βασιλικοί λακκοειδείς τάφοι των Μυκηνών του 16ου αιώνα π.Χ. (Ταφικοί Κύκλοι Α και Β των Μυκηνών) με τα πολύτιμα κτερίσματα, σύμβολα κοινωνικής θέσης και αξιώματος και δημιουργούν τη βάση για το μύθο των πολυχρύσων Μυκηνών του Ομήρου.

Στην αρχή του 14ου αιώνα π.Χ. οι Αχαιοί-Μυκηναίοι έχουν ήδη καταλάβει το ανάκτορο της Κνωσού και έχουν εγκατασταθεί στην Κρήτη. Στην κυρίως Ελλάδα ανεγείρονται τα μεγάλα ανάκτορα των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Πύλου στην Πελοπόννησο καθώς και των Θηβών στη Βοιωτία, που διακοσμούνται με τοιχογραφίες. Ισχυρά κυκλώπεια τείχη, που συνεχώς επεκτείνονται, περιβάλλουν και προστατεύουν τις ακροπόλεις, που αποτελούν, κατά τα πρότυπα της Μινωικής Κρήτης, τα διοικητικά, οικονομικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά κέντρα μιας ευρύτερης περιοχής. Η κεντρική διοίκηση, ιεραρχικά διαμορφωμένη, με επικεφαλής τον «άνακτα», τηρούσε αρχεία πήλινων πινακίδων στη Γραμμική Β γραφή, την πρώτη αποδεδειγμένα ελληνική γραφή, προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα της μινωικής γραμμικής Α γραφής (που και αυτή, όπως υπάρχουν επιστημονικές ενδείξεις, ήταν γραφή Ελληνική). Γύρω από τις ακροπόλεις αναπτύσσονται οργανωμένοι οικισμοί και τοποθετούνται τα νεκροταφεία των θαλαμωτών τάφων, τα πλούσια ευρήματα των οποίων αποκαλύπτουν μια ιεραρχημένη και ευημερούσα κοινωνία. Οι μεγαλοπρεπείς θολωτοί τάφοι, όπως ο θολωτός τάφος του Ατρέως στις Μυκήνες, ο θολωτός τάφος του Βαφειού Λακωνίας ή οι θολωτοί τάφοι της μυθικής Ιωλκού στη Θεσσαλία, προορίζονται για την τάξη των ηγεμόνων.


Η κατάρρευση

Η κατάρρευση συγκεντρωτικού συστήματος διοίκησης σημειώνεται στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., κατά την παράδοση μετά τον Τρωικό πόλεμο, που αποτελεί μια κοινή επιχείρηση των Αχαιών ηγεμόνων. Ως αίτια προβάλλονται η κοινωνική αναταραχή, η οικονομική εξασθένηση, οι μετακινήσεις των λαών «της ξηράς και της θάλασσας» στη Μεσόγειο που καταστρέφουν τα κέντρα της Μ. Ασίας και της Ανατολής καθώς και οι, ανασκαφικά τεκμηριωμένοι, ισχυροί σεισμοί.

Οι αλλαγές αυτές σημαδεύουν την αρχή μιας νέας περιόδου στην Ελλάδα κατά τον 12ο π.Χ. αιώνα, που είναι και ο τελευταίος του μυκηναϊκού πολιτισμού. Δημιουργούνται συνθήκες ελεύθερης ανάπτυξης των τοπικών κέντρων στην Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, την Κρήτη, ενώ η ζωή συνεχίζεται στις γνωστές ακροπόλεις, στις Μυκήνες και κυρίως στη Τίρυνθα. Το τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού, κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. επιφέρει αναπόφευκτα μια πολιτιστική υποχώρηση, στη διάρκεια ωστόσο της γεωμετρικής εποχής και μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ. δημιουργούνται οι βάσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής πόλης.

Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός ανήκει εφεξής στο χώρο των μύθων. Τα Ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, έργα του 8ου αιώνα π.Χ., ανασυνθέτουν ποιητικά τον Τρωικό πόλεμο και τις περιπέτειες της επιστροφής των ηρώων στην πατρίδα τους. Οι ραψωδίες τους αναπλάθουν τα κατορθώματα των πολεμιστών και των παράτολμων ναυτικών και αντλούν στοιχεία από τη λαμπρότητα των Μυκηνών της μεγάλης ακμής, αλλά και από τους αιώνες που ακολούθησαν μετά την παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι ήρωες του Ομήρου και των άλλων μυθολογικών κύκλων είναι τα αρχέτυπα στα οποία η κλασική ελληνική πόλη αναζητεί την ταυτότητά της και οι τραγικοί ποιητές της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. την έμπνευσή τους. Με τον τρόπο αυτόν, το ηρωικό παρελθόν της Ελλάδας εντάσσεται στον κλασικό ελληνικό και, κατ’ επέκταση, στον κοινό μας ευρωπαϊκό πολιτισμό.


Οι φάσεις της Μυκηναϊκής περιόδου

Η Μυκηναϊκή περίοδος χωρίζεται σε τρεις φάσεις:

Α. Πρώιμη Υστεροελλαδική (1600 – 1500 π.Χ.) που ήταν και η τελευταία φάση της εποχής του χαλκού . Αυτή την περίοδο ο Μυκηναϊκός πολιτισμός αναπτύσσεται κυρίως στις Μυκήνες. Β. Μέση Υστεροελλαδική (1500 – 1400 π.Χ.) σε αυτή τη φάση ο Μυκηναϊκός πολιτισμός απλώνεται σε όλη την Ελλάδα και στα νησιά. Γ. Νεώτερη Υστεροελλαδική ή περίοδος της "Μυκηναϊκής Κοινής" (1400 – 1100 π.Χ.) σε αυτή τη φάση ανήκουν τα ανάκτορα που βρέθηκαν στη Θήβα, στην Τίρυνθα και στην Πύλο. Επίσης τότε κατασκευάστηκαν τα τεράστια τείχη τα λεγόμενα Κυκλώπεια τείχη, δείγματα των οποίων συναντάμε στις Μυκήνες, στην Τίρυνθα και στην Ακρόπολη της Αθήνας.

Από τα ευρήματα των βασιλικών τάφων στις Μυκήνες βεβαιωνόμαστε ότι ήδη από τα 1600 π.Χ. ζούσε στην περιοχή ένας λαός δραστήριος και οργανωμένος, που έφθασε στην ακμή του μετά το τέλος του Μινωϊκού πολιτισμού. Γνώριζε τη γραφή, ζούσε με συγκροτημένη διοικητική και κοινωνική οργάνωση, εμπορευόταν και πολεμούσε. Από τις πιο γνωστές πόλεις του Μυκηναϊκού πολιτισμού, εκτός από τις Μυκήνες, είναι η Τίρυνθα, η Πύλος. Πολλά πράγματα για την εποχή αυτή μαθαίνουμε από τα Ομηρικά Έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.

Ο Όμηρος ονομάζει τις Μυκήνες πολύχρυσες, χαρακτηρισμός που αποδίδει τον πλούτο και την ακμή της πόλης:

Ζεῦ πάτερ ἢ Αἴαντα λαχεῖν, ἢ Τυδέος υἱόν, ἢ αὐτὸν βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης (Ιλιάδα, Ραψωδία Η 180)

Η έσχατη περίοδος των Μυκηνών είναι συνδεδεμένη με τον Τρωικό Πόλεμο, από τις περιπέτειες του οποίου έχει εμπνευστεί όχι μόνον ο Όμηρος, αλλά, πολύ αργότερα και οι μεγάλοι Αθηναίοι τραγωδοί. Ο μυθικός βασιλιάς Αγαμέμνονας και η βασιλική οικογένεια των Ατρειδών εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να εμπνέουν και να συγκινούν. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός επηρεάστηκε από το Μινωικό, στον τομέα της τεχνολογίας, της τέχνης και στην ιδέα της γραφής. Οι Μυκηναίοι, έχοντας επαφή με τους Μινωίτες από τον 17ο αιώνα, αφομοίωσαν γόνιμα πολλά στοιχεία του πολιτισμού τους.


Αρχιτεκτονική

Οι Μυκηναίοι πρωτοτύπησαν στον τομέα της μνημειακής αρχιτεκτονικής. Αυτό αποδεικνύουν οικυκλώπειες οχυρώσεις των ακροπόλεων και οι θολωτοί τάφοι. Από τα σημαντικότερα δημιουργήματα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής είναι τα τείχη που περιβάλλουν τις ακροπόλεις. Πολύ γνωστή είναι η λεγόμενη Πύλη των λεόντων στην ακρόπολη των Μυκηνών. Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζουν οι τάφοι όπου οι Μυκηναίοι έθαβαν τους νεκρούς τους. Οι βασιλιάδες και τα μέλη των βασιλικών οικογενειών ενταφιάζονταν στους λεγόμενους θολωτούς τάφους.

Ο πιο επιβλητικός από τους οποίους βρίσκεται στις Μυκήνες και είναι γνωστός ως θησαυρός ή τάφος του Ατρέα. Από έναν παρόμοιο τάφο στο χωριό Βαφειό της Λακωνίας αποκαλύφθηκαν τα κύπελλα του Βαφειού, ολόχρυσα κύπελλα διακοσμημένα με παραστάσεις από κυνήγι ταύρων, που μαρτυρούν τις υψηλές επιδόσεις της εποχής στη μεταλλοτεχνία. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός είναι ένας ενιαίος πολιτισμός ανάμεσα στα διάφορα Μυκηναϊκά κέντρα, ο πολιτισμός της Μυκηναϊκής κοινής. Τα συνεκτικά στοιχεία που ένωναν τα διάφορα Ελληνικά φύλα είναι τα εξής:

α) Η κοινή γλώσσα (μαρτυρείται με τα αρχαιότερα Ελληνικά κείμενα σε Γραμμική Β΄)

β) Η κοινή θρησκεία και οι μεταθανάτιες δοξασίες (τις ανιχνεύουμε από τα έθιμα και τις πρακτικές της ταφής)

γ) Η ομοιομορφία στην κοινωνικοπολιτική οργάνωση και τους θεσμούς

Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β΄ δε μένει καμιά αμφιβολία ότι ο Μυκηναϊκός πολιτισμός είναι ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι Μυκηναίοι μιλούσαν Ελληνική γλώσσα, λάτρευαν τους ίδιους Θεούς που λάτρευαν αργότερα οι Ελληνες της ιστορικής περιόδου.

Η μορφή και οι λειτουργίες των απλών κατοικιών της Μυκηναϊκής εποχής δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς, καθώς το ενδιαφέρον των μελετητών έχει επικεντρωθεί κυρίως στα μνημειώδη έργα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής, τις ακροπόλεις και τα ανακτορικά συγκροτήματα. Έτσι, για τις απλές κατοικίες και τη χωροταξική διάταξη των οικισμών μπορούν να διατυπωθούν ακόμη μόνο υποθέσεις. Τα σημαντικότερα στοιχεία για την οικιστική διάρθρωση της Ύστερης Χαλκοκρατίας παρέχουν τα κτηριακά συγκροτήματα της πόλης των Μυκηνών.

Μια γενική διαπίστωση είναι ότι η Μυκηναϊκή αστική αρχιτεκτονική ακολούθησε την οικιστική εξέλιξη της ηπειρωτικής Ελλάδας, διατηρώντας ορισμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία που ήταν γνωστά ήδη από τη Νεολιθική εποχή. Έτσι, τα Πρωιμότερα Μυκηναϊκά κτήρια δεν ξεχωρίζουν από τα κτήρια της Μεσοελλαδικής εποχής παρά μόνο από τα κινητά τους ευρήματα. Οι ιδιωτικές κατοικίες παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με την ανακτορική αρχιτεκτονική, η οργάνωση του χώρου όμως ήταν προσαρμοσμένη στη ζωή της πόλης.

Στην οργάνωση των εσωτερικών χώρων είχαν προβλέψει πολλές δυνατές χρήσεις. Τα Μυκηναϊκά Ιερά δεν αποτελούν έναν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό τύπο και δεν ξεχωρίζουν από τα κοινά σπίτια παρά μόνο από τα ιδιαίτερα ευρήματα που βρέθηκαν σε αυτά, αν και εκεί παρατηρείται συχνότερα η ύπαρξη χτιστών πάγκων και θρανίων. Εντελώς ανεξάρτητους τύπους με τα ιδιωτικά και τα δημόσια κτήρια εμφανίζει η ταφική αρχιτεκτονική. Εκεί απουσιάζει εντελώς η τάση μίμησης του σχήματος των σπιτιών που παρατηρείται μερικές φορές στα ταφικά κτήρια της Μινωικής Κρήτης.

Τα Μυκηναϊκά κτήρια ήταν πάντοτε ορθογώνια. Το ελαφρά παράγωνο σχήμα μερικών κτισμάτων οφείλεται μάλλον στις δυσκολίες οικοδόμησης επάνω σε ανώμαλο έδαφος. Οι καμπυλόγραμμοι τοίχοι ήταν σπάνιοι και όταν υπήρχαν δεν έπαιζαν κάποιο σημαντικό ρόλο στην οργάνωση και τη λειτουργία των κτηρίων. Τα μεγαρόσχημα κτήρια, εκείνα δηλαδή που είχαν κύριο στοιχείο τους το μέγαρο, είναι το κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής. Διακρίνονται δύο διαφορετικοί οικοδομικοί τύποι.

Τα μεγαρόσχημα κτήρια με ανοιχτό προθάλαμο και εκείνα που είχαν κλειστό προθάλαμο και έμοιαζαν περισσότερο με τα ανακτορικά μέγαρα. Τα κτήρια και των δύο αυτών τύπων ήταν ελεύθερα στο χώρο. Μια διαφορετική, πιο πολύπλοκη δομή, είχαν τα "πολυαξονικά" κτήρια, τα οποία είχαν δύο ή περισσότερες σειρές δωματίων και περισσότερες δυνατότητες επεκτάσεων. Στο κέντρο των δωματίων βρίσκονταν συνήθως απλές εστίες που χρησίμευαν στη θέρμανση και την προετοιμασία του φαγητού.

Σε αντίθεση με τα σπίτια της Πρώιμης και της Μέσης Χαλκοκρατίας, στα Μυκηναϊκά κτήρια δεν έχουν επισημανθεί αποθηκευτικοί λάκκοι. Τα αγαθά αποθηκεύονταν σε κιβωτιόσχημες λιθόκτιστες κατασκευές. Κατά μήκος των τοίχων των δωματίων υπήρχαν συχνά χτιστοί πάγκοι που χρησίμευαν ως καθίσματα ή ως χώροι απόθεσης αντικειμένων. Στους ιερούς χώρους παρόμοιες εγκαταστάσεις χρησίμευαν για την απόθεση των αφιερωμάτων. Το σχήμα της στέγης των ιδιωτικών κατοικιών δεν είναι με βεβαιότητα γνωστό.

Για την αποκατάσταση του σχήματος της στέγης χρησιμοποιούνται οι απεικονίσεις κτηρίων σε τοιχογραφίες και άλλες μορφές τέχνης. Τα πήλινα ομοιώματα κτηρίων και οι ταφικές λάρνακες, το σχήμα των οποίων θεωρείται ότι μιμείται το σχήμα των σύγχρονών τους σπιτιών. Οι δύο πιο πιθανές εκδοχές αποκατάστασης του σχήματος της στέγης είναι η επίπεδη και η δίρριχτη ή σαμαρωτή στέγη. Και οι δύο εκδοχές όμως συγκεντρώνουν κατά περιπτώσεις αδυναμίες αποκατάστασης.

Κατοίκηση

Οι γνώσεις μας για τις εγκαταστάσεις της Μυκηναϊκής εποχής προέρχονται κυρίως από τις ανασκαφικές έρευνες των Μυκηναϊκών θέσεων αλλά και από τις επιφανειακές έρευνες, οι οποίες δίνουν μια εικόνα της έκτασης και της πυκνότητας της Μυκηναϊκής κατοίκησης. Μια συμπληρωματική εικόνα προσφέρουν επίσης τα νεκροταφεία, τα οποία, ακόμη και όταν δε βρίσκεται κοντά τους κάποιος οικισμός, υποδεικνύουν την ύπαρξη μιας γειτονικής εγκατάστασης.

Για την κατοίκηση της πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής διαθέτουμε ελάχιστα στοιχεία, καθώς οι οικιστικές αυτές φάσεις έχουν καλυφθεί ή και καταστραφεί από τις εντατικές οικοδομικές δραστηριότητες των Υστερότερων φάσεων. Το φαινόμενο της έλλειψης οικιστικών δεδομένων αυτής της εποχής είναι τόσο εκτεταμένο, ώστε να συζητείται ακόμη και το ενδεχόμενο μιας μαζικής εγκατάλειψης οικισμών. Τα ανασκαμμένα τμήματα όμως ορισμένων Υστεροελλαδικών Ι και ΙΙ οικισμών όμως στην Τσούγκιζα, στην Περιστεριά, στα Νιχώρια και στον Άγιο Στέφανο, μαρτυρούν την ύπαρξη πρώιμων Μυκηναϊκών οικισμών με πολεοδομικό σχεδιασμό παρόμοιο μ' εκείνο της Μέσης Χαλκοκρατίας.

Τα αρχαιολογικά στοιχεία που διαθέτουμε για την κατοίκηση των ώριμων Μυκηναϊκών περιόδων είναι σαφώς περισσότερα. Σ΄αυτά προστίθενται και οι πληροφορίες που προκύπτουν από τις γραπτές πηγές της εποχής και ειδικότερα από την ανάγνωση τοπωνυμίων στις πινακίδες της Πύλου, της Κνωσού και της Θήβας. Τα πιο χαρακτηριστικά οικοδομικά κατάλοιπα της περιόδου της ακμής είναι οι οχυρωμένες ακροπόλεις που χτίστηκαν γύρω στα μέσα του 14ου αιώνα π.Χ. στα σημαντικότερα Μυκηναϊκά κέντρα.

Τα τείχη των Μυκηναϊκών ακροπόλεων ήταν χτισμένα με τη λεγόμενη κυκλώπεια τοιχοδομία και οι είσοδοί τους ήταν επιβλητικές μεγαλιθικές πύλες. Οι καλύτερα ερευνημένες ακροπόλεις των Μυκηνών και της Τίρυνθας, μέσα στον περίβολο των οποίων είχαν χτιστεί σημαντικά κτήρια, μαρτυρούν ότι οι ακροπόλεις φιλοξενούσαν τις διοικητικές έδρες των μυκηναϊκών βασιλείων. Στα ψηλότερα σημεία των ακροπόλεων ήταν χτισμένα τα ανάκτορα των ηγεμόνων. Τα Μυκηναϊκά ανάκτορα συγγενεύουν αρκετά με τα μινωικά, όσον αφορά την αρχική τους σύλληψη.

Οι λειτουργικές ανάγκες που έπρεπε να εξυπηρετούν ήταν οι ίδιες, δηλαδή έπρεπε να περικλείουν τα ιδιωτικά διαμερίσματα των ηγεμόνων, καθώς επίσης και εργαστήρια, αποθήκες και τόπους υποδοχής του κοινού. Κοινά στοιχεία με τα Μινωικά ανάκτορα παρατηρούνται επίσης στην πολυτελή εσωτερική διακόσμηση, η οποία περιλάμβανε τοιχογραφημένο διάκοσμο και λίθινες επενδύσεις. Ο σχεδιασμός τους όμως δε θυμίζει καθόλου την πολυπλοκότητα και την έκταση των Μινωικών ανακτόρων. Τα ανάκτορα της ηπειρωτικής Ελλάδας ήταν απλούστερα κτίσματα περιορισμένης έκτασης, δομημένα γύρω από ένα κεντρικό μέγαρο, το οποίο αποτελούσε ένα προγενέστερο στοιχείο της Ελλαδικής αρχιτεκτονικής.

Οι υπήκοοι των Μυκηναϊκών βασιλείων κατοικούσαν σε μικρούς οικισμούς που βρίσκονταν στους πρόποδες των ακροπόλεων, στις γύρω περιοχές και στην ύπαιθρο. Για την οικοδόμησή τους επιλέγονταν θέσεις σε ορεινές πλαγιές και χαμηλούς λόφους, κατά προτίμηση κοντά σε εύφορες πεδιάδες και υδάτινες πηγές, ενώ οι παράλιες θέσεις και τα λιμάνια είχαν ιδιαίτερα μεγάλη σημασία για την οικονομία και το εμπόριο. Μερικές Μυκηναϊκές θέσεις ήταν ήδη κατοικημένες κατά τη διάρκεια της Πρώιμης και της Μέσης Χαλκοκρατίας, αλλά κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α περίοδο χτίστηκαν και πολλές νέες εγκαταστάσεις.

Η εικόνα των Μυκηναϊκών οικισμών δεν είναι όμως ακόμα εντελώς ξεκάθαρη, καθώς η μέχρι τώρα έρευνα έχει επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στα εντυπωσιακότερα μνημεία της Μυκηναϊκής εποχής, που είναι οι ακροπόλεις και τα πλούσια σε ευρήματα νεκροταφεία. Έτσι, υπάρχουν ακόμη πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την έκταση των οικισμών, την πολεοδομική τους οργάνωση και την εξέλιξή τους κατά τη διάρκεια των ιστορικών περιόδων.

Με στόχο τη συλλογή και το συνδυασμό αρχαιολογικών, τοπογραφικών και φιλολογικών πληροφοριών και έχοντας υπόψη ότι τα ομηρικά έπη αναφέρονται στην ιστορική πραγματικότητα της Μυκηναϊκής εποχής, γίνεται συχνά προσπάθεια ταύτισης των Μυκηναϊκών θέσεων με τα τοπωνύμια που αναφέρονται στον ομηρικό "Νηών Κατάλογο". Οι ταυτίσεις αυτές είναι όμως συχνά παρακινδυνευμένες, καθώς οι γεωγραφικές πληροφορίες που περιέχονται στα Ομηρικά Έπη προέρχονται, όπως και πολλά άλλα στοιχεία τους, από διαφορετικές εποχές και κυρίως διαμορφώθηκαν από άτομα που δε γνώριζαν από προσωπική εμπειρία τις περιοχές του Μυκηναϊκού κόσμου.

Τάφοι - Ταφικά έθιμα

Τα Μυκηναϊκά έθιμα ταφής μας είναι αρκετά γνωστά από ένα σχετικά μεγάλο αριθμό νεκροταφείων ή και μεμονωμένων τάφων που έχουν ερευνηθεί αρχαιολογικά. Τα Μυκηναϊκά νεκροταφεία βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από τους οικισμούς. Σε αρκετές περιπτώσεις είναι γνωστά τα νεκροταφεία αλλά όχι και οι οικισμοί στους οποίους ανήκαν. Η γενική εικόνα των μυκηναϊκών νεκροταφείων δείχνει μια ομαλή εξέλιξη από τα ταφικά έθιμα της Μεσοελλαδικής εποχής.

Για ένα μικρό διάστημα συνεχίζεται η κατασκευή κιβωτιόσχημων τάφων, του κύριου ταφικού τύπου της Μέσης Χαλκοκρατίας, αλλά σύντομα επικρατούν τρεις νέοι και εντελώς διαφορετικοί τύποι τάφων, οι λακκοειδείς, οι θολωτοί και οι θαλαμοειδείς, οι οποίοι προορίζονται για περισσότερες από μια ταφές. Ο Πρωιμότερος τύπος των λακκοειδών τάφων είναι γνωστός από τους βασιλικούς περιβόλους των Μυκηνών και έχει δώσει το όνομά του στη μεταβατική περίοδο από τη Μέση στην Ύστερη Χαλκοκρατία.

Οι λακκοειδείς και οι θαλαμοειδείς είναι ορύγματα στο βράχο, ενώ οι θολωτοί, πιθανότατα μια μετεξέλιξη των θολωτών τάφων της Κρήτης, είναι ταφικά κτήρια από τα πιο αξιοθαύμαστα δείγματα της Μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής. Οι Μυκηναίοι τοποθετούσαν μέσα στους τάφους πλούσια κτερίσματα, συνήθως κοσμήματα, όπλα και χρηστικά σκεύη που ήταν πάντα ανάλογα με την κοινωνική θέση του νεκρού, αλλά, όταν επερχόταν η αποσύνθεση, δε γινόταν καμία προσπάθεια διατήρησης της ενότητας του σκελετού.

Τα οστά των προηγούμενων ταφών παραμερίζονταν, για να εξοικονομηθεί χώρος για τις νεότερες ταφές, και τα παλαιότερα κτερίσματα μετακινούνταν. Έτσι, άθικτη βρίσκεται συνήθως μόνο η τελευταία ταφή. Παρόλο που οι επιδράσεις της Κρήτης στο μυκηναϊκό κόσμο είναι γενικά έντονες, ωστόσο η πλούσια κτέριση δεν ήταν γνώρισμα των Μινωικών ταφικών εθίμων. Αυτό δείχνει ότι οι Μυκηναίοι υιοθέτησαν το έθιμο των πολυτελών κτερισμάτων μάλλον από την Αίγυπτο. Το γεγονός όμως ότι δε φρόντιζαν τη διατήρηση του σώματος ή την ενότητα του σκελετού μετά τον ενταφιασμό δείχνει ότι δεν πίστευαν στη μεταθανάτια ζωή όπως οι Αιγύπτιοι.

Χάρη κυρίως στις εικονιστικές παραστάσεις των λαρνάκων της Τανάγρας γνωρίζουμε μερικές από τις Μυκηναϊκές νεκρικές τελετές. Στις παραστάσεις αυτές απεικονίζονται η πρόθεση και η εκφορά των νεκρών, τελετουργικοί χοροί και πομπές θρηνωδών. Τα ίδια ευρήματα μαρτυρούν ότι κατά τη διάρκεια των νεκρικών τελετών γίνονταν και αθλητικοί αγώνες προς τιμήν των νεκρών, αμαξοδρομίες, ακόμη και τα γνωστά από την Κρήτη ταυροκαθάψια. Η οργάνωση των αθλητικών εκδηλώσεων προς τιμήν των νεκρών συνδέει τα Μυκηναϊκά ταφικά έθιμα με τις σχετικές μαρτυρίες του Ομήρου, στις οποίες περιγράφονται οι αθλητικοί αγώνες που οργάνωσε ο Αχιλλέας για το νεκρό Πάτροκλο.

Οι λακκοειδείς τάφοι είναι ο πρώτος χρονολογικά τύπος Μυκηναϊκού τάφου που εμφανίζεται κατά την Υστεροελλαδική Ι περίοδο (1550 - 1500 π.Χ.). Τα χαρακτηριστικότερα δείγματα λακκοειδών τάφων βρίσκονται στoυς δύο ταφικούς περιβόλους των Μυκηνών. Πρόκειται για τον ταφικό περίβολο Α και τον Β, που θεωρούνται ως χώροι ταφής των τοπικών αρχόντων. Από τους δύο ο περίβολος Β κοντά στη νοτιοδυτική πλευρά της ακρόπολης είναι ο αρχαιότερος, καθώς οι Πρωιμότεροι τάφοι του χρονολογούνται στο τέλος της Μεσοελλαδικής εποχής.

Ο μεταγενέστερος περίβολος Α βρισκόταν αρχικά έξω από την ακρόπολη, στη συνέχεια όμως εντάχθηκε σ' αυτήν με την επέκταση του τείχους της για λόγους προστασίας. Οι λακκοειδείς τάφοι αποτελούν μάλλον μιαν εξέλιξη του Μεσοελλαδικού κιβωτιόσχημου τάφου, ενός τύπου που συνεχίζεται και στην Υστεροελλαδική εποχή. Είναι βαθιοί λάκκοι παραλληλόγραμμου σχήματος και προορίζονταν, αντίθετα με τους κιβωτιόσχημους, για περισσότερες από μία ταφές. Η στέγη τους ήταν κατασκευασμένη από πλάκες τοποθετημένες επάνω σε ξύλινα δοκάρια και ήταν επιχρισμένη με πηλό, ενώ η μεγάλη απόστασή της από το δάπεδο δημιουργούσε ένα μικρό ορθογώνιο θάλαμο.

Ο χώρος επάνω από τη στέγη που ήταν τοποθετημένη βαθύτερα από την επιφάνεια του εδάφους, γεμιζόταν με χώμα. Επάνω από το χωμάτινο σωρό τοποθετούνταν μια λίθινη επιτύμβια στήλη, το σήμα. Οι νεκροί των λακκοειδών τάφων ήταν τοποθετημένοι σε ύπτια στάση με ελαφρά λυγισμένα τα πόδια, ίσως μέσα σε φέρετρα, όπως δείχνουν τα υπολείμματα ξύλου που έχουν επισημανθεί. Οι νεκροί ήταν ντυμένοι με βαρύτιμες ενδυμασίες και ήταν στολισμένοι με κοσμήματα από πολύτιμα μέταλλα και σπάνια πετρώματα.

Γύρω τους ήταν τοποθετημένα πολυτελή κτερίσματα, όπλα, κεραμικά και μεταλλικά αγγεία και αντικείμενα καθημερινής χρήσης, τα οποία μαρτυρούν την υψηλή κοινωνική θέση των νεκρών, αν όχι και τη βασιλική τους ιδιότητα. Ανάμεσα στα κτερίσματα των τάφων αυτών συμπεριλαμβάνονται και μερικά από τα εξοχότερα δείγματα της Μυκηναϊκής τέχνης, καθώς και εισηγμένα αντικείμενα ή εγχώρια κατασκευασμένα από εισηγμένα υλικά, δείγματα των διεθνών σχέσεων των Μυκηναίων.

Τα κτερίσματα των λακκοειδών τάφων δείχνουν τις εκλεπτυσμένες προτιμήσεις των Μυκηναίων ηγεμόνων, οι οποίοι φαίνεται ότι ήταν συλλέκτες των πιο εξεζητημένων και αριστουργηματικών αντικειμένων της εποχής. Πέρα απ' αυτό δείχνουν την προσωπικότητα των δυναστών που δεν ήταν πια προσκολλημένοι στα Ελλαδικά έθιμα, αλλά είχαν υιοθετήσει τις προτιμήσεις, τις συνήθειες και τις αντιλήψεις άλλων λαών. Έτσι ένας σκελετός, μάλλον γυναικείος που παρουσιάζει ίχνη ταρίχευσης, παρόλο που αποτελεί ένα μεμονωμένο παράδειγμα, φέρνει τα ταφικά έθιμα των Μυκηναίων κοντά στις δοξασίες των Αιγυπτίων για τη μεταθανάτια ζωή.

Οι θολωτοί τάφοι είναι υπόγεια κυκλικά κτίσματα που αποτελούνται από την κυρίως θόλο και ένα μακρύ δρόμο. Το χτίσιμο των θόλων γινόταν με λιθόπλινθους που τοποθετούνταν σε σειρές κατά το εκφορικό σύστημα. Ο ταφικός αυτός τύπος προήλθε μάλλον από την Κρήτη, όπου υπήρχε ήδη από την Πρωτομινωική εποχή (3000 - 2000 π.Χ) και μεταδόθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά το τέλος της Υστεροελλαδικής I περιόδου (1550 - 1500 π.Χ.) μέσω της Μεσσηνίας, όπου έχουν βρεθεί τα Πρωιμότερα παραδείγματα. Κατά μια διαφορετική άποψη, οι θολωτοί τάφοι δεν είναι παρά μια λιθόχτιστη εκδοχή του Ελλαδικού τύμβου.

Το σύνολο των θολωτών τάφων που έχουν βρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα ανέρχεται στους 120. Από αυτούς, οι 14 μεγαλύτεροι θεωρούνται σημαντικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα, καθώς οι θολωτές κατασκευές αντιμετώπιζαν σοβαρά στατικά προβλήματα, όταν η διάμετρός τους ξεπερνούσε τα 6 μ. Συγκεκριμένα το στόμιό τους κινδύνευε να καταρρεύσει από το υπερβολικό βάρος του υπέρθυρου, το οποίο έφτανε μερικές φορές τους 120 τόνους. Μια προστατευτική τεχνική που εφαρμόστηκε για να αποφευχθεί αυτό το πρόβλημα ήταν η επινόηση του ανακουφιστικού τριγώνου που μετέφερε το βάρος του υπέρθυρου στις παραστάδες και τις πλευρές της θόλου.

Όλοι οι θολωτοί τάφοι της ηπειρωτικής Ελλάδας βρέθηκαν συλημένοι ολοκληρωτικά ή εν μέρει, γι' αυτό δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τα έθιμα ταφής. Οι λάκκοι που έχουν βρεθεί στο δάπεδό τους χρησίμευαν ως τάφοι ή ως τελετουργικές εγκαταστάσεις για την υποδοχή νεκρικών σπονδών και προσφορών. Στην περίμετρo των θόλων προστίθεντο μερικές φορές ορθογώνιοι θάλαμοι. Οι χώροι αυτοί χρησιμοποιούνταν ως νεκρικοί θάλαμοι, όπως δείχνει μια γυναικεία ταφή στις Αρχάνες. Στην ηπειρωτική Ελλάδα έχουν βρεθεί δύο παραδείγματα τέτοιων τάφων, ο "θησαυρός του Ατρέα" στις Μυκήνες και ο "Θησαυρός του Μινύα" στον Ορχομενό.

Στο δεύτερο από αυτούς τους τάφους, η οροφή του πλευρικού θαλάμου είναι επενδυμένη με μια ασβεστολιθική πλάκα με ανάγλυφη διακόσμηση. Η είσοδος των θόλων σφραγιζόταν συνήθως με τοίχο και πολύ σπάνια με θύρα. Ιδιαίτερη επιμέλεια έδιναν στην κατασκευή της πρόσοψης, παρόλο που η είσοδος ήταν μόνο για ένα μικρό διάστημα ορατή, από τη στιγμή της αποπεράτωσης του τάφου μέχρι τον πρώτο ενταφιασμό. Ο πολυτελής διάκοσμος της πρόσοψης του θησαυρού του Ατρέα αποτελεί ένα μοναδικό παράδειγμα.

Ο δρόμος ήταν διαμορφωμένος ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα της κατασκευής των τάφων, ως μια μικρή δίοδος λαξεμένη στο βράχο ή μια επιμελημένη λιθόκτιστη κατασκευή. Ύστερα από κάθε ταφή το εξωτερικό άκρο του δρόμου κλεινόταν και το εσωτερικό του γεμιζόταν με χώμα. Οι τάφοι καλύπτονταν από ένα τεχνητό λοφίσκο από χώμα και πέτρες που προστάτευε την κατασκευή από τη φυσική φθορά. Το επιβλητικό αυτό χωμάτινο έξαρμα λειτουργούσε και ως ταφικό σήμα.

Η χρήση των θολωτών τάφων σταματάει κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ (1300 - 1200 π.Χ.) περίοδο. Από το διάστημα αυτό και μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου επικρατούν οι θαλαμοειδείς τάφοι μαζί με επιβιώσεις παλαιότερων ταφικών τύπων, μάλλον επειδή οι νέες οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την κατασκευή τόσο περίπλοκων ταφικών μνημείων.

Οι θαλαμοειδείς τάφοι είναι υπόγειοι χώροι σκαμμένοι σε πλαγιές λόφων που χρησιμοποιούνταν για πολλές διαδοχικές ταφές και αποτελούν τον πιο διαδεδομένο τύπο τάφου της Μυκηναϊκής εποχής. Το είδος αυτό εμφανίστηκε κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ και συνεχίστηκε μέχρι την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ περίοδο. Τα περισσότερα ωστόσο και χαρακτηριστικότερα δείγματά του ανήκουν στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ-Β περίοδο.

Οι θαλαμοειδείς τάφοι ίσως προέκυψαν από την ανάμιξη στοιχείων των κιβωτιόσχημων και των λακκοειδών τάφων της πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής, ενώ δεν αποκλείεται και η προέλευσή τους από τις Κυκλάδες, όπου υπήρχαν σε μια παρόμοια μορφή ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία. Γενικά παρατηρούνται αρκετές διαφορές στο σχήμα και στην ποιότητα της κατασκευής τους. Η έκταση του θαλάμου φτάνει συνήθως περίπου τα 7 τ.μ. και το σχήμα του, που άλλοτε εμφανίζεται τετράπλευρο και άλλοτε ελλειψοειδές ή πεταλόσχημο, εξαρτιόταν από την ποιότητα και τη σκληρότητα του εδάφους.

Ο μεγαλύτερος θαλαμοειδής τάφος είναι ο λεγόμενος "Τάφος των Παιδιών του Οιδίποδα" στη Θήβα, ο οποίος είχε μάλιστα διακοσμηθεί με ζωγραφιστό διάκοσμο. Στην είσοδό τους οδηγούσε ένα μακρύ και στενό όρυγμα με συγκλίνοντα τοιχώματα, που ονομάζεται, όπως και στους θολωτούς τάφους, δρόμος. Στα τοιχώματα των δρόμων υπήρχαν συχνά κόγχες, όπου τοποθετούνταν νεκρικές προσφορές. Οι θαλαμοειδείς τάφοι δίνουν τις περισσότερες πληροφορίες για τον τρόπο απόθεσης, τις ταφικές τελετές και τα κτερίσματα, καθώς, επειδή δεν ξεχωρίζουν από το έδαφος, βρίσκονται συχνά ασύλητοι.

Η εικόνα των ταφικών εθίμων που δίνουν δεν είναι εντελώς ομοιόμορφη, αλλά αντίθετα φαίνεται ότι ποικίλλει αρκετά κατά περιοχή. Συνήθως ο νεκρός τοποθετούνταν στο δάπεδο του θαλάμου σε ύπτια θέση χωρίς συγκεκριμένο προσανατολισμό. Κοντά του τοποθετούνταν προσωπικά του αντικείμενα, όπως τα όπλα και οι σφραγίδες που χρησιμοποιούσε εν ζωή, μαζί με ταφικά κτερίσματα, συνήθως αγγεία και ειδώλια. Ο αριθμός των νεκρών που θάβονταν στον ίδιο τάφο ποικίλλει αρκετά και φαίνεται ότι εξαρτάται από τυχαίες συνθήκες που μπορεί να ήταν το μέγεθος του οικισμού, ο δείκτης της θνησιμότητας ή το διάστημα της χρήσης του.

Κατά μέσο όρο σε κάθε τάφο αυτού του τύπου θάβονταν τρεις έως πέντε νεκροί, ενώ μερικοί από αυτούς ίσως είχαν χρησιμοποιηθεί και ως κενοτάφια. Ύστερα από κάθε ενταφιασμό η είσοδος των τάφων φραζόταν με ξερολιθιά. Μπροστά στην είσοδο γίνονταν σπονδές που κατέληγαν στο σπάσιμο των αγγείων. Μετά το πέρας των νεκρικών τελετών ο δρόμος επιχωματωνόταν. Μερικές φορές επάνω από τον τάφο τοποθετούνταν εμφανή σήματα. Όταν ο τάφος επρόκειτο να επαναχρησιμοποιηθεί, απομακρύνονταν όλη η επιχωμάτωση του δρόμου και η ξερολιθιά από την είσοδο.

Αν δεν υπήρχε αρκετός χώρος στο εσωτερικό του θαλάμου, τα οστά των προηγούμενων ταφών παραμερίζονταν για να τοποθετηθεί ο νέος νεκρός. Άλλοτε ο χώρος εκκενωνόταν εντελώς και τα οστά τοποθετούνταν σε λάκκους στο δάπεδο, στο δρόμο ή σε ειδικά διανοιγμένες κόγχες στα τοιχώματα του θαλάμου. Για τον ίδιο λόγο, την εξοικονόμηση δηλαδή χώρου αλλά και για απολυμανθεί ο θάλαμος, μερικές φορές τα παλαιότερα λείψανα καίγονταν.

Για την απόθεση των νεκρών στους θαλαμοειδείς τάφους χρησιμοποιούνταν μερικές φορές πήλινες λάρνακες, ένα έθιμο που παρατηρείται για πρώτη φορά στον Αιγαιακό χώρο σε τάφους της Μινωικής Κρήτης. Ένας μεγάλος αριθμός λαρνάκων της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β και ΙΙΙ Γ περιόδου έχει βρεθεί στο εκτεταμένο νεκροταφείο της Τανάγρας στη Βοιωτία. Οι λάρνακες φέρουν συχνά ζωγραφισμένες παραστάσεις που απεικονίζουν θέματα σχετικά με τις ταφικές τελετές, όπως η πρόθεση και η εκφορά του νεκρού ή πομπές γυναικών που θρηνούν, πλουτίζοντας έτσι αρκετά τις γνώσεις μας για το είδος των ταφικών τελετών.

Τα έθιμο της ταφής σε λάρνακες αλλά και τη συνήθεια να απεικονίζουν επάνω σ' αυτές θρησκευτικές και νεκρικές τελετές υιοθέτησαν οι Μυκηναίοι από τους Μινωίτες, αν συγκρίνει κανείς τα ευρήματα από την Τανάγρα με τις περίφημες παραστάσεις της σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδας.

Ενδυμασία και καλλωπισμός

Αν και οι πρώτες πληροφορίες που έχουμε για την τέχνη της υφαντικής ανάγονται στη Νεολιθική εποχή, τα πρώτα στοιχεία που έχουμε για την ενδυμασία στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι πολύ μεταγενέστερα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μέχρι την Ύστερη Χαλκοκρατία απεικονίζονται πολύ σπάνια ανθρώπινες μορφές. Οι πρώτες ανθρώπινες ενδεδυμένες μορφές απεικονίζονται στη μυκηναϊκή τέχνη. Εκείνο που είναι ξεκάθαρο σχετικά με τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των Μυκηναίων είναι μια εμφανής προσήλωση στην ενδυμασία της μινωικής Κρήτης.

Τα Μινωικά ενδύματα και ιδιαίτερα η επίσημη γυναικεία ενδυμασία εκτόπισε σταδιακά την τοπική Ελλαδική φορεσιά στο πλαίσιο μιας γενικότερης τάσης να υιοθετηθούν οι Μινωικές συνήθειες. Οι ομοιότητες φαίνονται στο είδος των ρούχων αλλά και στον τρόπο της κατασκευής τους. Τα Μυκηναϊκά ενδύματα είναι όμως γενικά απλούστερα και πιο συντηρητικά. Παράλληλα με τις Μινωικές επιρροές διαπιστώνεται η επιβίωση του τοπικού ενδύματος στον αντρικό χιτώνα αλλά και ο τύπος του μακριού περιζώματος.

Και οι δύο αυτοί τύποι θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν μια παλαιότερη ενδυματολογική παράδοση της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τόσο οι εικονιστικές παραστάσεις όσο και τα κτερίσματα των Μυκηναϊκών τάφων μας δείχνουν ότι άντρες και γυναίκες φορούσαν εντυπωσιακά κοσμήματα από ευτελή ή πολύτιμα υλικά ανάλογα με την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκαν. Μερικά κοσμήματα ήταν επίρραπτα, δηλαδή ραμμένα επάνω στα ενδύματά τους. Οι Μυκηναίοι έδειχναν επίσης ιδιαίτερη φροντίδα για την υγιεινή του σώματος και τον καλλωπισμό τους.

Από τους καταλόγους αντικειμένων στις πινακίδες αλλά και από τα ανασκαφικά ευρήματα γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιούσαν καλλυντικά και ειδικά σκεύη για το λουτρό. Στις πινακίδες γίνεται ειδική μνεία σε μια μεγάλη ποικιλία από αρωματικά έλαια, τα οποία, αφού συσκευάζονταν σε ειδικά δοχεία, εξάγονταν σε αρκετά μεγάλη κλίμακα. Τα εργαλεία καλλωπισμoύ που ήταν φτιαγμένα συνήθως από χαλκό και σπανιότερα από ελεφαντόδοντο συνόδευαν μερικές φορές τους νεκρούς στον τάφο. Έτσι, ανάμεσα σε άλλα κτερίσματα βρίσκονται ξυράφια, τριχολαβίδες, καθρέπτες και χτένες.

Μία ομάδα αρχαιολογικών ευρημάτων όπως η χρωματισμένη ασβεστολιθική μάσκα από τις Μυκήνες και ένα σύνολο από πήλινα ειδώλια μαρτυρούν ότι οι Μυκηναίες, όπως άλλωστε και οι Μινωίτισσες έβαφαν τα μάτια, τα χείλη και άλλα σημεία του προσώπου τους. Οι ενδείξεις αυτές προέρχονται μέχρι τώρα μόνο από ευρήματα με θρησκευτικό περιεχόμενο, οδηγώντας έτσι στο συμπέρασμα ότι το βάψιμο του προσώπου δεν είχε απλό διακοσμητικό αλλά τελετουργικό χαρακτήρα. Η γυναικεία Μυκηναϊκή ενδυμασία αποδίδεται συχνά και με αρκετές λεπτομέρειες στις παραστάσεις των τοιχογραφιών και στα σφραγιστικά δαχτυλίδια. Στις περισσότερες από αυτές τις παραστάσεις το γυναικείο ένδυμα δε διακρίνεται σχεδόν καθόλου από το μινωικό. Αποτελείται όπως και αυτό από ένα στενό περικόρμιο που άφηνε ελεύθερο το στήθος, μια μακριά φούστα με βολάν και μια ποδιά. Το ένδυμα αυτό ήταν πάντοτε διακοσμημένο στις παρυφές και στις ραφές του με χρωματιστές υφαντές ταινίες, οι οποίες κοσμούσαν και ταυτόχρονα στερέωναν το ύφασμα.

Παρά τη μεγάλη ομοιότητά τους με τα Μινωικά, τα Μυκηναϊκά ενδύματα παρουσιάζουν και ορισμένες ουσιαστικές διαφορές από αυτά. Η πιο ουσιαστική διαφορά είναι ότι στην ηπειρωτική Ελλάδα χρησιμοποιούνται απλούστερα υφάσματα που διαφέρουν από τα Μινωικά στην εκζήτηση και στην εκτέλεση των υφαντικών σχεδίων. Συχνά τα ενδύματα ανήκαν μεν στο μινωικό τύπο αλλά ήταν μονόχρωμα ή διακοσμημένα με απλά σχέδια. Παράλληλα παρατηρούνται και ορισμένες τοπικές ιδιομορφίες, όπως η χρήση ενός ορισμένου είδους υφάσματος με θηλιές, του φλοκιαστού, που φαίνεται ότι ήταν περισσότερο διαδεδομένο στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Και ενώ οι περισσότερες εικονιστικές παραστάσεις δείχνουν την ενδυμασία να κινείται στην τροχιά της Μινωικής μόδας, τα πήλινα γυναικεία ειδώλια προδίδουν μια σύγχρονη αλλά εντελώς διαφορετική ενδυματολογική παράδοση. Αυτές οι μορφές είναι ντυμένες με ένα μακρύ και ευρύχωρο χειριδωτό χιτώνα. Δεδομένου ότι τα Μινωικά ενδύματα ήταν ένα είδος που είχαν εισάγει οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις, θεωρείται πιθανό ότι ο μακρύς χιτώνας αντικατοπτρίζει μία παλαιότερη ενδυματολογική παράδοση της Στερεάς Ελλάδας, η οποία λόγω της έλλειψης απεικονίσεων δεν είχε μέχρι τότε διασωθεί στην τέχνη.

Η συνάντηση των δύο αυτών ενδυματολογικών τάσεων στη Μυκηναϊκή Ελλάδα μπορεί ακόμα να σημαίνει ότι τα ενδύματα του Μινωικού τύπου ήταν μια συνειδητή διαφοροποίηση του ενδύματος των ευγενών από εκείνο του λαού ή ότι αντιπροσώπευαν "ειδικά" ενδύματα που φοριούνταν μόνο σε ορισμένες περιστάσεις ή μόνο κατά τη διάρκεια θρησκευτικών τελετών. Αντίθετα από τη γυναικεία ενδυμασία που εμφανίζεται συχνά ως μια πιστή αντιγραφή της Μινωικής, η ενδυμασία των αντρών ήταν τελείως διαφορετική από τους τύπους του Μινωικού ζώματος. Οι Μυκηναίοι άντρες φορούσαν ένα χειριδωτό χιτώνα που έφτανε συνήθως μέχρι τα γόνατα και ήταν φτιαγμένος από δύο κομμάτια υφάσματος. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούνταν ήταν συνήθως μονόχρωμα ή είχαν αραιά επαναλαμβανόμενα υφαντικά μοτίβα. Στις παρυφές και στις ενώσεις των χιτώνων ήταν ραμμένες υφαντές ταινίες, που δημιουργούσαν μια έντονη χρωματική αντίθεση με το υπόλοιπο ένδυμα.

Το αντρικό Μυκηναϊκό ένδυμα ήταν προσαρμοσμένο στις κλιματικές συνθήκες της ηπειρωτικής Ελλάδας, αλλά ανταποκρινόταν καλύτερα και στις αγαπημένες ασχολίες των Μυκηναίων, κάλυπτε τον επάνω κορμό προστατεύοντας από το ψύχος, αλλά ήταν κοντό και φαρδύ για να διευκολύνει τις κινήσεις στο κυνήγι και στις μάχες. Οι χιτώνες των κυνηγών και των πολεμιστών ήταν ακόμη πιο κοντοί και κατέληγαν συχνά σε κρόσσια. Κατά μια άποψη, ο αντρικός Μυκηναϊκός χιτώνας ήταν το κοινό ένδυμα των Ινδοευρωπαίων κατοίκων της ηπειρωτικής Ελλάδας που φοριούνταν από άντρες και γυναίκες πριν να εμφανιστούν οι Μινωικές επιρροές.

Σπανιότερα εμφανίζεται και ένας τύπος κοντού παντελονιού, όπως επίσης και το μακρύ αντρικό περίζωμα, η περιβολή με την οποία εμφανίζονται οι αντιπρόσωποι των Αιγαιακών κρατών στις Αιγυπτιακές τοιχογραφίες των Κεφτιού. Οι άντρες ιερείς φορούσαν έναν παρόμοιο χιτώνα που ήταν όμως μακρύς. Οι ιερατικοί χιτώνες ήταν πολυτελείς και συχνά διακοσμημένοι με περίτεχνα υφασμένες χρωματιστές τρέσες.

Σε Μυκηναϊκές σφραγίδες συναντάται επίσης ένα χαρακτηριστικό είδος ιερατικού ενδύματος, το οποίο είναι γνωστό από τη θρησκευτική εικονογραφία της Κρήτης και της Μέσης Ανατολής. Αυτό ήταν ένα μακρύ κροσσωτό ύφασμα που τυλιγόταν πολλές φορές γύρω από το σώμα και φοριόταν επάνω από ένα απλό χειριδωτό χιτώνα.

Κοσμήματα

Στον τομέα της κοσμηματοτεχνίας οι Μυκηναίοι επηρεάστηκαν πολύ, όπως και στη περίπτωση της ενδυμασίας, από τους Μινωίτες. Η Μινωίζουσα αισθητική, που διαπιστώνεται ήδη από την εποχή των λακκοειδών τάφων, υπαγόρευε το συνδυασμό πολλών διαφορετικών υλικών που δημιουργούσαν έντονες χρωματικές αντιθέσεις. Τα συνηθέστερα είδη κοσμημάτων αυτής της εποχής ήταν τα διαδήματα, τα περιδέραια από διάφορες χάντρες, τα δαχτυλίδια, τα σκουλαρίκια και οι σφηκωτήρες μαλλιών.

Για τη στερέωση των ενδυμάτων χρησιμοποιούνταν μακριές μεταλλικές περόνες με περίτεχνη κεφαλή και τα πιο πολυτελή από αυτά ήταν διακοσμημένα με επίρραπτα χρυσά ελάσματα και διάτρητα φύλλα. Τα κοσμήματα αποτελούσαν κατεξοχήν αντικείμενα κύρους, γι' αυτό και η σπανιότητα των υλικών από τα οποία ήταν φτιαγμένα είχε μεγάλη σημασία για τις ανώτερες τάξεις.

Για το λόγο αυτό οι Μυκηναίοι εκτός από ευτελή υλικά στην κατασκευή κοσμημάτων, όπως η φαγεντιανή, ο χαλκός και ο ορείχαλκος, χρησιμοποιούσαν και πολύτιμες πρώτες ύλες εισηγμένες από μακρινές χώρες: χρυσό και ορεία κρύσταλλο από την Αίγυπτο, λαζουρίτη από το Αφγανιστάν, ελεφαντόδοντο από τη Συρία και ήλεκτρο από τη Βαλτική. Ιδιαίτερη σημασία έχουν τα δαχτυλίδια που μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τις καλλιτεχνικές τάσεις και την εικονογραφία της Μυκηναϊκής εποχής. Η σφενδόνη τους ήταν κατασκευασμένη από ημιπολύτιμους λίθους και έφερε συχνά ανάγλυφη διακόσμηση.

Κατά τις πρώιμες περιόδους της Υστεροελλαδικής εποχής χρησιμοποιήθηκαν σκληρά πετρώματα, όπως ο αμέθυστος, ο καρνεόλης, ο σάρδιος και ο αιματίτης, ενώ από την Υστεροελλαδική ΙΙΙ περίοδο διακρίνεται μια προτίμηση στο στεατίτη. Οι γυναίκες και οι άντρες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων φορούσαν σφραγιστικά δαχτυλίδια, κατασκευασμένα συνήθως από χρυσό, ασήμι ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Οι σφενδόνες τους είχαν ελλειψοειδές σχήμα και ήταν διακοσμημένες με μικρότατες αλλά λεπτομερείς εικονιστικές παραστάσεις ή συνθέσεις από αφαιρετικά μοτίβα.

Τα θέματα των παραστάσεων είχαν κοσμικό ή θρησκευτικό περιεχόμενο, ενώ η συχνή διάταξη των θεμάτων σε εραλδικές συνθέσεις προδίδουν ανατολικές επιρροές. Η ομοιότητα των σφραγιστικών δαχτυλιδιών με τα αντίστοιχα Μινωικά δείχνει ότι οι Μυκηναίοι είχαν διδαχτεί αυτή την τέχνη από Μινωίτες καλλιτέχνες.

Τοιχογραφίες

Η Μυκηναϊκή τοιχογραφική τέχνη προέρχεται από τη Μινωική Κρήτη, όπου είχε εμφανιστεί ήδη από το 1700 π.Χ. σε χώρους των ανακτόρων και σε άλλα πολυτελή κτίσματα της Κρήτης. Τα πρώτα δείγματα Μυκηναϊκών τοιχογραφιών προέρχονται από το 15ο αιώνα και συμπίπτουν περίπου χρονικά με τη δεύτερη φάση οικοδόμησης των Μινωικών ανακτόρων. Είναι πολύ πιθανό η τέχνη αυτή να είχε φτάσει νωρίτερα στην ηπειρωτική Ελλάδα, αφού οι εντονότερες Μινωικές επιρροές είχαν σημειωθεί κατά τις πρώιμες περιόδους της Μυκηναϊκής εποχής.

Με την άποψη αυτή συμφωνούν και μερικές αρχαιολογικές ενδείξεις, όπως τα χρωματιστά κονιάματα από κτήρια της ύστερης Μεσοελλαδικής εποχής και μερικά θραύσματα τοιχογραφιών από την ακρόπολη των Μυκηνών που βρέθηκαν μαζί με κεραμική της Υστεροελλαδικής Ι και ΙΙ περιόδου. Τα περισσότερα δείγματα Μυκηναϊκών τοιχογραφιών προέρχονται από το 14ο και το 13ο αιώνα π.Χ. και είναι συνδεδεμένα με τα ανακτορικά διαμερίσματα των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Πύλου ή με τις έδρες τοπικών αρχόντων, όπως ο Γλας, το Άργος και το Μενελάιο.

Ο τοιχογραφικός διάκοσμος αποτελούσε μια αδιαμφισβήτητη επίδειξη κύρους, αλλά η ανακάλυψή τους και σε ιδιωτικά κτήρια δείχνει ότι δεν αποτελούσαν ένα αποκλειστικό προνόμιο των ηγεμόνων. Εκτός από την παρουσία τους στην επίσημη αρχιτεκτονική οι τοιχογραφίες έχουν επισημανθεί και σε τάφους επιφανών όπως και σε ιερά κτήρια. Οι Μυκηναϊκές τοιχογραφίες ήταν, όπως και οι Μινωικές, ζωγραφιστές συνθέσεις σε υπόστρωμα ασβεστοκονιάματος που γίνονταν με την τεχνική της νωπογραφίας.

Η διαδικασία αυτή έπρεπε να ολοκληρωθεί πριν να στεγνώσει το ασβεστοκονίαμα, γι΄ αυτό και η εκτέλεση προϋπέθετε μεγάλη δεξιότητα και ένα ολόκληρο επιτελείο από τεχνίτες, οι οποίοι δούλευαν ταυτόχρονα τις μεγάλες εικονιστικές συνθέσεις. Οι βαφές που χρησιμοποιούνταν είχαν γαιώδη σύσταση και τα χρώματά τους ήταν το γαλάζιο, το κόκκινο, το κίτρινο και το μαύρο. Η ίδια τεχνική εφαρμόστηκε και σε φορητά αντικείμενα, όπως δείχνουν οι ζωγραφισμένες επιτύμβιες στήλες, διάφορα πλακίδια από ασβεστοκονίαμα και οι πήλινες λάρνακες.

Στο θεματολόγιο των Μυκηναϊκών τοιχογραφιών διακρίνονται τρεις ξεχωριστοί κύκλοι, εικονιστικές παραστάσεις από τη θρησκευτική ζωή του πληθυσμού, παραστάσεις από τις προσφιλείς ενασχολήσεις της άρχουσας τάξης και αφηρημένα διακοσμητικά θέματα. Τα τελευταία λειτουργούσαν ως πλαίσιο των εικονιστικών συνθέσεων και ως διακοσμητική κάλυψη σε δάπεδα, οροφές και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη. Το διακοσμητικό πρόγραμμα των τοιχογραφιών ήταν οργανωμένο σε τρία επίπεδα.

Η κύρια ζωγραφική παράσταση τοποθετούνταν ανάμεσα σε ένα ζωγραφισμένο ορθοστάτη, ο οποίος μιμούνταν επένδυση από φλεβωτά μάρμαρα και σε μια διακοσμητική ζώνη. Συχνή ήταν επίσης η ζωγραφική αναπαράσταση δομικών στοιχείων, συνήθως ξύλινων δοκών. Ένα ξεχωριστό Μυκηναϊκό χαρακτήρα κατέχει το λεγόμενο μικρογραφικό στυλ που εκφράζεται σε μακρές ζωφόρους, όπου απεικονίζονται παραστάσεις με μορφές σε πολύ μικρό μέγεθος. Όσον αφορά τις εικονιστικές παραστάσεις, αρχικά είναι έκδηλες οι κρητικές επιδράσεις στην τεχνοτροπία και την επιλογή των θεμάτων.

Όπως και στις Μινωικές τοιχογραφίες απεικονίζονται τα ταυροκαθάψια, δαιμονικά όντα και αρχιτεκτονήματα. Τα κατεξοχήν Μυκηναϊκά θέματα ήταν οι κυνηγετικές και οι πολεμικές σκηνές και οι πομπές γυναικών με επίσημα ενδύματα που προσέφεραν δώρα. Μέσα από τη θεματολογία των τοιχογραφιών φανερώνεται το θρησκευτικό και το ηρωικό πνεύμα της Μυκηναϊκής αριστοκρατίας. Οι πολεμικές σκηνές έχουν αφηγηματικό χαρακτήρα και αναφέρονται ίσως σε συγκεκριμένα στιγμιότυπα ή ιστορικά γεγονότα. Οι θεματικοί κύκλοι και η τεχνοτροπία των τοιχογραφιών φαίνεται ότι επηρέασαν τις άλλες εικονιστικές τέχνες της Μυκηναϊκής εποχής.

Έτσι, μια ανάλογη διευθέτηση των εικονιστικών θεμάτων συναντάται στην ελεφαντουργία, στην αγγειογραφία και στη σφραγιδογλυφία. Οι τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, αφού απελευθερώθηκαν από τα μινωικά τους πρότυπα, απέκτησαν ένα παγιωμένο μυκηναϊκό χαρακτήρα που εμφανίζει έντονη σχηματοποίηση, ακαμψία και άτεχνη εκτέλεση. Η καταστροφή των ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ. σήμανε και το τέλος της τοιχογραφικής τέχνης, η οποία συνδεόταν άμεσα με την επίσημη αρχιτεκτονική. Η μόνη ανάμνηση της παλαιάς τέχνης είναι μερικές πρόχειρες ζωγραφικές επενδύσεις στο ιερό της Κάτω Ακρόπολης της Τίρυνθας.

Κεραμκή

Αντίθετα με τις υπόλοιπες μορφές της Μυκηναϊκής τέχνης, οι οποίες με την είσοδο στην Ύστερη Χαλκοκρατία εμφανίζουν μια απότομη και ραγδαία εξέλιξη, η κεραμική εμφανίζει αρχικά μια ομαλή εξέλιξη από τη Μεσοελλαδική εποχή. Η Υστεροελλαδική Ι είναι μια μεταβατική περίοδος, κατά την οποία η παλαιότερη παραγωγή εμπλουτίστηκε με νέα στοιχεία προερχόμενα από την κεραμική των Κυκλάδων και της Κρήτης. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι η εμφάνιση μιας στιλπνής βαφής μαύρου ή κόκκινου χρώματος και μιας σειράς νέων πολυτελών αγγείων, στη διακόσμηση των οποίων διακρίνονται τάσεις φυσιοκρατίας.

Κατά την επόμενη περίοδο, την Υστεροελλαδική ΙΙ, εντείνονται οι Μινωικές επιρροές κυρίως με την υιοθέτηση του λεγόμενου "ανακτορικού ρυθμού", ο οποίος ήταν διακοσμημένος με φυτικά μοτίβα. Παράλληλα όμως διαμορφώνονται και πρωτότυπες μυκηναϊκές δημιουργίες που συνδύαζαν αρμονικά την εγχώρια παράδοση με τα μινωικά στοιχεία. Κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙ περίοδο η κεραμική απομακρύνθηκε οριστικά από τη Μεσοελλαδική παράδοση και αφομοίωσε τις ξένες επιρροές διαμορφώνοντας μια γνήσια Μυκηναϊκή παράδοση.

Η ελεύθερη ζωγραφική σύνθεση υποχώρησε προς χάριν της τάξης και της συμμετρίας. Η ποιότητα της κεραμικής βελτιώθηκε σημαντικά και η παραγωγή έγινε μαζικότερη. Τα αγγεία αυτής της περιόδου επηρεάστηκαν αρκετά από τη θεματογραφία των τοιχογραφιών. Εμφανίζονται για πρώτη φορά απεικονίσεις ζώων, πουλιών και ανθρώπινων μορφών ή ακόμη και εικονιστικές σκηνές διηγηματικού χαρακτήρα. Τα στοιχεία αυτά και οι γενικότερες διακοσμητικές τάσεις της εποχής παρουσιάζουν μια ομοιομορφία σε μια μεγάλη ακτίνα της μυκηναϊκής επικράτειας, η οποία χαρακτηρίζεται ως Μυκηναϊκή Κοινή.

Από την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ περίοδο διακρίνονται σαφείς ιδιομορφίες στα τοπικά εργαστήρια, οι οποίες εκφράζουν τη διάλυση των προηγούμενων συγκεντρωτικών τάσεων. Η κεραμική που προέρχεται από θέσεις όπου έχουν εντοπιστεί κεραμικοί κλίβανοι βοηθά στη διάκριση των τοπικών διαφορών. Στο επόμενο και τελευταίο στάδιο της Υπομυκηναϊκής εποχής φαίνονται καθαρά τα στοιχεία της παρακμής, τα οποία εκφράζονται στην απλούστευση της διακόσμησης και στην άτεχνη κατασκευή των αγγείων.

Η πλούσια παραγωγή της Μυκηναϊκής κεραμικής και η διάκρισή της σε πολλούς διαδοχικούς ρυθμούς επιτρέπουν μια λεπτομερέστατη μελέτη της χρονολογικής της εξέλιξης. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ακόμη το πιο βάσιμο κριτήριο για τη διάκριση των περιόδων της Ύστερης Χαλκοκρατίας. Παράλληλα, η εύρεσή της στα ίδια αρχαιολογικά στρώματα με άλλα αντικείμενα που δεν παρουσιάζουν πλούσια τυπολογική εξέλιξη βοηθά στο να ενταχθούν και αυτά στο υπάρχον χρονολογικό σύστημα.

Η διάδοση των Μυκηναϊκών αγγείων σε μια μεγάλη ακτίνα γύρω την ηπειρωτική Ελλάδα επιτρέπει επίσης χρονολογικούς συσχετισμούς με άλλες περιοχές, για τις οποίες δεν υπάρχουν βάσιμα χρονολογικά κριτήρια. Έτσι, η Μυκηναϊκή κεραμική αποτελεί συχνά ένα συνδετικό κρίκο για τη συγκριτική χρονολόγηση των πολιτισμών της Ύστερης Χαλκοκρατίας.

Μεταλλοτεχνία

Σε αντίθεση με την περίοδο της Μέσης Χαλκοκρατίας κατά την οποία παρατηρείται γενική σπανιότητα μετάλλων, από τη Υστεροελλαδική Εποχή προέρχεται ένα πλήθος μεταλλικών αντικειμένων, τα οποία βρίσκονται συνήθως σε ταφικά σύνολα. Από μέταλλο οι Μυκηναίοι κατασκεύαζαν κοσμήματα, αγγεία, εργαλεία και όπλα. Για την κατασκευή των εργαλείων, των όπλων και των αγγείων χρησιμοποιούνταν κατά βάση ο ορείχαλκος, ενώ για την κατασκευή κοσμημάτων ο χρυσός, ο άργυρος, το ήλεκτρο και το νίελλο.

Η μαζική παραγωγή των μετάλλινων αντικειμένων είχε μεγάλη σημασία για την οικονομία και την άμυνα, έτσι η αναζήτηση των μετάλλων ήταν εκείνη που έφερε τους Μυκηναίους στους μακρινούς εμπορικούς δρόμους του Βορρά και της Ανατολής. Το σημαντικότερο μετάλλευμα, ο χαλκός, προμηθευόταν υπό μορφή ταλάντων από τα μεταλλεία της Κύπρου. Από τις πινακίδες της Κνωσού και της Πύλου προέρχονται αρκετές πληροφορίες για τη μεταλλοτεχνία. Σύμφωνα με αυτές, η εμπορία και η διανομή των μετάλλων στους τεχνίτες ήταν μέλημα της κεντρικής εξουσίας.

Στις πινακίδες καταγράφονταν αναλυτικά τα ονόματα των μεταλλουργών και οι ποσότητες του μετάλλου που λάμβανε ο καθένας. Οι ίδιες πηγές μας πληροφορούν ότι τα μεταλλουργικά εργαστήρια δε βρίσκονταν συνήθως στα μεγάλα οικιστικά κέντρα αλλά σε άγνωστες μακρινές τοποθεσίες, μάλλον επειδή η λειτουργία των κλιβάνων απαιτούσε ειδικές συνθήκες περιβάλλοντος. Από αθροίσεις σε διάφορες πινακίδες υπολογίζεται ότι οι ορειχαλκουργοί (ka-ke-we) στο βασίλειο της Πύλου έφταναν σχεδόν τους τετρακόσιους. Ο μεγάλος αυτός αριθμός υποδεικνύει ότι ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής προοριζόταν για εξαγωγή.

Για την κατασκευή του ορείχαλκου εκτός από τον καθαρό χαλκό ήταν απαραίτητος και ο κασσίτερος, ένα εξαιρετικά σπάνιο μέταλλο που δεν απαντά στην περιοχή τoυ Αιγαίου. Η προέλευση του μετάλλου αυτού έχει γίνει θέμα πολλών συζητήσεων και παραμένει ακόμη ένα άλυτο πρόβλημα. Οι δύο κύριες απόψεις υποστηρίζουν ότι ο κασσίτερος προμηθευόταν απευθείας ή μέσω ενδιάμεσων σταθμών από τη Βρετανία, την Ιβηρική ή από το Αφγανιστάν.

Ο χρυσός δηλώνεται στα μυκηναϊκά κείμενα με έναιδεόγραμμα ή με τη λέξη ku-ru-so και οι τεχνίτες του ονομάζονταν (ku-ru-so-wo-ko: χρυσουργοί). Παρά τη σπανιότητα του πολύτιμου αυτού μετάλλου, αντικείμενα από χρυσό βρίσκονται συχνά ανάμεσα στα ταφικά κτερίσματα, ενώ το ίδιο συχνές είναι και οι αναφορές του στα κείμενα των πινακίδων. Σ' ένα κατάλογο της Πύλου παραδίδεται ότι οι υψηλοί αξιωματούχοι του κράτους πλήρωναν στο ανάκτορο μια έκτακτη εισφορά σε χρυσό. Δε γνωρίζουμε ακριβώς τη μορφή με την οποία αποδίδονταν οι εισφορές αυτές.

Ίσως ήταν ανεπεξέργαστος χρυσός σε ράβδους ή το βάρος των κοσμημάτων των αξιωματούχων. Ίσως όμως οι ποσότητες αυτές να αντιπροσώπευαν το σύνολο του χρυσού που υπήρχε στα ιερά που βρίσκονταν στη δικαιοδοσία των αξιωματούχων. Το ασήμι χρησιμοποιούνταν όπως και ο χρυσός για την κατασκευή πολυτελών αγγείων και κοσμημάτων. Στα κείμενα των πινακίδων αναφέρεται μόνο μια καταγραφή ασημοποίκιλτων τροχών (a-ku-ro de-de-me-no), πράγμα που σημαίνει ότι το μέταλλο αυτό ήταν εξαιρετικά σπάνιο.

Ο μόλυβδος, που είναι ένα παράγωγο του αργύρου, ίσως υπονοείται στη λέξη mo-ri-wo-do των πινακίδων. Από μόλυβδο κατασκευάζονταν χυτά ειδώλια, αντικείμενα οικιακής χρήσης και αλιευτικά βαρίδια. Ο σίδηρος δεν ήταν ένα υλικό εντελώς άγνωστο στους Μυκηναίους, αλλά οι τεχνικές της κατασκευής του δεν είχαν ακόμη τελειοποιηθεί για τη δημιουργία συστηματικής βιοτεχνικής παραγωγής. Η χρήση του μετάλλου αυτού θα γενικευτεί το 10o αιώνα π.Χ. και θα θέσει το τέλος της εποχής του Χαλκού, εγκαινιάζοντας την "Εποχή του Σιδήρου".

Χρυσοχοΐα

Tα πολύτιμα μέταλλα, o χρυσός, ο άργυρος και το ήλεκτρο, χρησιμοποιήθηκαν από τους Μυκηναίους για την κατασκευή πολύτιμων αντικειμένων, τα οποία βρίσκονται μαζί με κτερίσματα από άλλα υλικά στους πλουσιότερους τάφους. Τα χρυσά κοσμήματα και τα άλλα σκεύη από πολύτιμα μέταλλα επιβεβαίωναν το κοινωνικό κύρος της μυκηναϊκής αριστοκρατίας στην προσπάθειά τους να φανούν ισάξιοι με τους δυνάστες της Ανατολής.

Ένα εξαιρετικό δείγμα της Μυκηναϊκής τέχνης, που φανερώνει τη σύνδεση του χρυσού με την ηγετική τάξη της Μυκηναϊκής Ελλάδας, αποτελούν οι χρυσές προσωπίδες των βασιλικών νεκρών από τους ταφικούς περιβόλους των Μυκηνών. Η Μυκηναϊκή χρυσοχοΐα επηρεάστηκε από την αισθητική και τις τεχνικές της Μινωικής Κρήτης, όσον αφορά όμως την έκταση της χρήσης του χρυσού οι Μυκηναίοι ξεπέρασαν κατά πολύ τους Μινωίτες. Τα ταφικά κτερίσματα από χρυσό εμφανίζονται συχνότερα στους τάφους της Μυκηναϊκής εποχής.

Τα κοσμήματα που κατασκευάζονταν από συμπαγή χρυσό ήταν τα ενώτια, τα δαχτυλίδια που συγκρατούσαν συχνά ένθετους πολύτιμους λίθους, οι χάντρες περιδέραιων που εναλλάσσονταν με χάντρες από λίθους ή φαγεντιανή, οι περόνες και τα επίρραπτα κοσμήματα. Σε όλα αυτά τα κοσμήματα οι Μυκηναίοι χρυσοχόοι έδιναν αρχικά Μινωίζοντα και στη συνέχεια ντόπια σχήματα και διακοσμήσεις. Ανάμεσά τους διακρίνονται και αρκετά θρησκευτικά σύμβολα, όπως οι κεφαλές ταύρων, οι οκτώσχημες ασπίδες, οι κρόκοι και τα φύλλα κισσού.

Από πολύτιμα μέταλλα κατασκευάζονταν και αγγεία, τα Πρωιμότερα από τα οποία έχουν βρεθεί στους βασιλικούς περιβόλους των Μυκηνών. Τα αγγεία από πολύτιμα μέταλλα ήταν ιδιόμορφα σπονδικά ρυτά και κύπελλα διάφορων σχημάτων που είτε πλησίαζαν Μινωικά πρότυπα είτε ακολουθούσαν την τρέχουσα εξέλιξη της Μυκηναϊκής κεραμικής. Συχνά συνδυάζονταν διαφορετικά μέταλλα για να δημιουργήσουν ένα πολύχρωμο αισθητικό αποτέλεσμα. Οι πιο χαρακτηριστικές τεχνικές της χρυσοχοΐας, που χρησιμοποιούνταν κυρίως στην κοσμηματοτεχνία, ήταν η κοκκίδωση, η συρματοτεχνική και η συγκολλητική.

Η ανάγλυφη διακόσμηση δημιουργούνταν με την τεχνική της έκκρουσης. Περίτμητα φύλλα χρυσού και αργύρου τοποθετούνταν συχνά ως ένθετες διακοσμήσεις σε αντικείμενα από ευτελή μέταλλα, συνήθως σε πολυτελή ξίφη και αγγεία με μια τεχνική που ονομάζεται "ζωγραφική σε μέταλλο" ή "τεχνική του νιέλλου", καθώς τα διάφορα υλικά συνδέονταν μεταξύ τους με νίελλο.

Γραφή

Τα πρώτα συστήματα γραφής στο Αιγαίο συναντώνται στη Μινωική Κρήτη κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Το πρώτο είδος γραφής διασώζεται στο δίσκο της Φαιστού και ακολουθούν η Ιερογλυφική και η Γραμμική γραφή Α. Η Γραμμική Β είναι η προσφορά των Μυκηναίων στα πνευματικά επιτεύγματα του Προϊστορικού Αιγαίου. Η γραφή αυτή, που είναι μια εξέλιξη της Γραμμικής A, δημιουργήθηκε μάλλον από την ανάγκη να συστηματοποιηθούν περισσότερο οι εμπορικές συναλλαγές και να οργανωθούν καλύτερα η αποθήκευση και η αρχειοθέτηση των αγαθών που διακινούνταν στα ανάκτορα.

Οι γραπτές μαρτυρίες της Γραμμικής Β προέρχονται κυρίως από τις πινακίδες των ανακτορικών αρχείων της Πύλου, της Κνωσού και της Θήβας. Από την Πύλο προέρχονται περισσότερες από 1.000 πινακίδες και από την Κνωσό περισσότερες από 3.000. Λιγότερο πλούσια σε αρχειακά ευρήματα είναι τα ανάκτορα των Μυκηνών και της Τίρυνθας. Τα κείμενα χαράζονταν επάνω σε πλάκες από άψητο πηλό με τη βοήθεια μιας γραφίδας που ήταν φτιαγμένη μάλλον από κόκαλο. Οι πινακίδες αυτές διακρίνονται ανάλογα με το σχήμα τους σε σελιδόσχημες και φυλλόσχημες.

Το γεγονός ότι έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα οφείλεται στο τυχαίο γεγονός ότι κατά την καταστροφή των ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ. κάηκαν και μ' αυτόν τον τρόπο η μάζα τους στερεοποιήθηκε και έγινε πιο ανθεκτική στη φθορά. Οι πινακίδες βρίσκονται συχνά συγκεντρωμένες στους προθαλάμους των ανακτορικών αποθηκών αλλά και σε χώρους άσχετους με την επίσημη αρχειοθέτηση του κράτους, όπως οι ιδιωτικές οικίες εμπόρων. Εκτός από τις πινακίδες η Μυκηναϊκή γραφή συναντάται και στα ενεπίγραφα σφραγίσματα, πολλά από τα οποία έχουν βρεθεί στη Μυκηναϊκή Καδμεία και στoυς ενεπίγραφους αμφορείς.

Οι επιγραφές επάνω στα αγγεία αυτά είχαν γραφτεί με χρώμα πριν από το ψήσιμο των αγγείων και λειτουργούσαν ως ετικέτες, όπου αναγραφόταν το περιεχόμενο των αγγείων ή ο τόπος προέλευσης των προϊόντων. Συνολικά έχουν βρεθεί σ' όλο το Αιγαίο γύρω στους 140 αμφορείς αυτού του τύπου, σε θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως η Θήβα, η Ελευσίνα, η Τίρυνθα αλλά και σε κρητικές θέσεις, όπως η Κνωσός και τα Χανιά. Το διάστημα χρήσης τους τοποθετείται στο 14ο και το 13ο αιώνα π.Χ.

Η Γραμμική Β γραφόταν όπως και η Γραμμική Α από τα αριστερά προς τα δεξιά. Στον σελιδόσχημο τύπο, όπου υπήρχε αρκετός χώρος για μακροσκελή κείμενα, οι επιφάνειες των πινακίδων χωρίζονταν σε τμήματα με οριζόντιες γραμμές. Συχνά διακρίνονταν και παράγραφοι που χωρίζονταν μεταξύ τους με κενές γραμμές. Η προσεκτικότερη μελέτη των πινακίδων έκανε δυνατή την αναγνώριση συγκεκριμένων γραφέων. Στις πινακίδες της Πύλου έχουν αναγνωριστεί τριάντα δύο γραφείς, ενώ στο ανάκτορο της Κνωσού οι γραφείς ανέρχονται στους εκατό.

Η Μυκηναϊκή Γραμμική Β γραφή ονομάστηκε έτσι από τον ανασκαφέα της Κνωσού Άρθουρ Έβανς (Α. Evans) σε αντιδιαστολή με το πρώτο είδος της Μινωικής Γραμμικής Α. Οι ομοιότητες των δύο γραμμικών γραφών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Γραμμική Β προέκυψε από τη Γραμμική Α. Παράλληλα όμως με τις ομοιότητές οι δύο γραφές παρουσιάζουν και σαφείς διαφορές, οι οποίες εντοπίζονται τόσο στην εσωτερική τους δομή όσο και στην εξωτερική μορφή των συμβόλων τους.

Και οι δύο γραφές χρησιμοποιούν τον ίδιο αριθμό φωνητικών συμβόλων, ορισμένα από τα οποία είναι κοινά και στις δύο γραφές, ενώ άλλα εμφανίζονται μόνο σε μία από αυτές. Σήμερα πιστεύεται ότι η δομή της Γραμμικής Β προήλθε από τη Γραμμική Α, αλλά τροποποιήθηκε προκειμένου να εκφράσει καλύτερα την Ελληνική γλώσσα. Η Γραμμική Β δομείται από ομάδες φωνητικών συμβόλων, οι οποίες συνοδεύονται από ιδεογράμματα.

Τα φωνητικά σύμβολα και το αντίστοιχο ιδεόγραμμα αναφέρονται στο ίδιο αντικείμενο. Τα συλλαβογράμματα, όπως ονομάζονται τα διαδοχικά φωνητικά σημεία, αναπαριστούν φωνήεντα και ανοιχτές συλλαβές με συνδυασμό ενός συμφώνου και ενός φωνήεντος, όπου το τελευταίο είναι πάντοτε φωνήεν. Σε σαρανταπέντε από τα συνολικά ογδόντα εννέα σημεία παρατηρούνται αντιστοιχίες με σημεία της Γραμμικής Α και σε άλλα δέκα παρατηρούνται αντιστοιχίες με στοιχεία των παλαιότερων Μινωικών γραφών.

Εκτός από τα φωνητικά σύμβολα υπάρχουν και περισσότερα από εκατό ιδεογράμματα που παριστάνουν αντικείμενα, αριθμούς, οι οποίοι ακολουθούν το δεκαδικό σύστημα και μονάδες μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας. Αρκετά συλλαβογράμματα, ιδεογράμματα ή μονάδες μέτρησης παραμένουν ακόμη άγνωστα. Τα κενά αυτά της αποκρυπτογράφησης συμπληρώνονται σταδιακά με την ανάγνωση περισσότερων νέων κειμένων.

Από τα αρχαιολογικά δεδομένα γνωρίζουμε ότι το τελευταίο διάστημα χρήσης της Γραμμικής Β είναι το τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., δηλαδή η τελική φάση πριν από την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων. Δε γνωρίζουμε όμως ακριβώς το χρόνο της δημιουργίας της. Οι πινακίδες της Κνωσού χρονολογούνται στο διάστημα 1425 - 1385 π.Χ., άρα η χρήση της πιστοποιείται ήδη στον 15ο αιώνα π.Χ., ενώ η δημιουργία της μπορεί να τοποθετηθεί και νωρίτερα. H εμφάνισή της στα ανακτορικά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας υπολογίζεται γύρω στο 1350 - 1300 π.Χ.

Με την καταστροφή των Μυκηναϊκών ανακτόρων σταμάτησε και η χρήση της Γραμμικής Β, η οποία δεν αντικαταστάθηκε από κάποια άλλη γραφή μέχρι την εισαγωγή του φοινικικού αλφαβήτου τον 8ο αιώνα π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι η μυκηναϊκή γραφή είχε ως μόνο λόγο ύπαρξης να διευκολύνει τις διοικητικές λειτουργίες των ανακτόρων. Οι επόμενοι "σκοτεινοί αιώνες" χαρακτηρίζονται από πλήρη έλλειψη γραπτών πηγών, ωστόσο η μυκηναϊκή γλωσσική παράδοση διατηρήθηκε στον προφορικό λόγο. Ορισμένα στοιχεία της μυκηναϊκής διαλέκτου διασώθηκαν στα Ομηρικά Έπη και στη μεταγενέστερη ποίηση που διατήρησε τα επικά στοιχεία.

Πηγές