Γαιματόπετρα

Αναθεώρηση ως προς 18:59, 18 Απριλίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γαιματόπετρα (η) |etymologia= |simasiologia= ο αιματίτης, πέτρα που μπορεί να σταματήσει τ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Γαιματόπετρα (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ο αιματίτης, πέτρα που μπορεί να σταματήσει τη αιμορραγία.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου