Γαιματούσα
Γαιματούσα (η) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
αιμορραγία κατά την έμμηνο ρύση και γενικά η αιμορραγία της μήτρας από οποιαδήποτε αιτία
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
αιματούσα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου