Γαΐζω

Αναθεώρηση ως προς 19:04, 18 Απριλίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γαΐζω |etymologia= |simasiologia=βλέπω χωρίς δυσκολία |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== από το...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Γαΐζω

Ετυμολογία

από το αρχ. «δαΐζω»

Σημασιολογία

βλέπω χωρίς δυσκολία

Παραδείγματα

Κυρίως λέγεται στο αρνητικό «εν γαΐζω τίποτε, εστραώθηκα τέλεια».

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου