Γαλιάζω

Αναθεώρηση ως προς 19:05, 18 Απριλίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Γαλιάζω |etymologia= |simasiologia=ναρκώνομαι από ηδονή ή από κνησμό, αποχαυνούμαι |proelefs...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Γαλιάζω

Ετυμολογία

από το «αγαλλιώ»

Σημασιολογία

ναρκώνομαι από ηδονή ή από κνησμό, αποχαυνούμαι

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου