Γαλινόποη

Αναθεώρηση ως προς 19:06, 18 Απριλίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Γαλινόποη (η) |etymologia= |simasiologia=γυναίκα με πολύ λεπτά πόδια. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμο...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Γαλινόποη (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

γυναίκα με πολύ λεπτά πόδια.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου