Γαμήσιν

Αναθεώρηση ως προς 19:07, 18 Απριλίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γαμήσιν (το) |etymologia= |simasiologia= η σεξουαλική συνουσία |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία=...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Γαμήσιν (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

η σεξουαλική συνουσία

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου