Γαρκαρίζω

Αναθεώρηση ως προς 19:16, 18 Απριλίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γαρκαρίζω |etymologia= |simasiologia=είμαι στο στρώμα για καιρό, από το «βαριά» και «γουρ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Γαρκαρίζω

Ετυμολογία

Σημασιολογία

είμαι στο στρώμα για καιρό, από το «βαριά» και «γουργουρίζω»

Παραδείγματα

Και «βαρκαρισμένος» = αυτός που δεν μπορεί να μιλά ή να περπατά λόγω αδυναμίας. Η Πρωτοπαπά (Έθιμα της γέννησης...) λέει ότι είναι από τη «βάρκα του Άδη».

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Βαρκαρίζω

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου