Γαστέρα
Γαστέρα (η) |
---|
Ετυμολογία
από το αρχ. «γαστήρ» = κοιλιά.
Σημασιολογία
ο πόνος της κοιλιάς.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου