Γητεμένο
Γητεμένο (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
κάτι (π.χ. μέλι ή νερό) το οποίο έχει αφεθεί έξω τη νύκτα κάτω από τα άστρα, και είναι έτοιμο για γητειά.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου