Γητεύκω

Αναθεώρηση ως προς 20:19, 24 Απριλίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γητεύκω |etymologia= |simasiologia= θεραπεύω με γοητευτικές κραυγές (δηλ. γητειές) |proelefsi...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Γητεύκω

Ετυμολογία

Σημασιολογία

θεραπεύω με γοητευτικές κραυγές (δηλ. γητειές)

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«γήτεμμαν», το = η θεραπεία με γητειά.

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου