Γιατρεύκω

Αναθεώρηση ως προς 20:40, 24 Απριλίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γιατρεύκω |etymologia= |simasiologia= θεραπεύω, ιατρεύω. |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Γιατρεύκω

Ετυμολογία

Σημασιολογία

θεραπεύω, ιατρεύω.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«γιάση», η = η ίαση, η θεραπεία.

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου