Γλήνα (γλίνα)

Αναθεώρηση ως προς 20:54, 24 Απριλίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γλήνα (γλίνα) (η) |etymologia= |simasiologia= η βλέννα, γλοιώδης ουσία στο μάτι, ή κατά τη γέ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Γλήνα (γλίνα) (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

η βλέννα, γλοιώδης ουσία στο μάτι, ή κατά τη γέννα, και μεταφορικά η καχεξία.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου