Γρύλλης

Αναθεώρηση ως προς 21:06, 24 Απριλίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γρύλλης (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει ορθάνοικτα και γαρυλλιασμένα τα μάτ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Γρύλλης (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αυτός που έχει ορθάνοικτα και γαρυλλιασμένα τα μάτια του, με παχιά βλέφαρα.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

γρυλλάππαρος, ο = αυτός που έχει ανοικτά τα μάτια του οταν κοιμάται, όπως το άλογο.

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου