Δκιασιέλισμαν

Αναθεώρηση ως προς 09:56, 27 Απριλίου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Δκιασιέλισμαν (το) |etymologia= |simasiologia= όταν γυναίκα (ή άλλο θηλυκό ζώο) η οποία έχε...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Δκιασιέλισμαν (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

όταν γυναίκα (ή άλλο θηλυκό ζώο) η οποία έχει τα έμμηνά της ([Άτσαλη]) δρασκελίσει ένα μωρό, και επιφέρει χρόνια αρρώστια του μωρού

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).