Καμμώ

Αναθεώρηση ως προς 09:37, 2 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καμμώ |etymologia= |simasiologia= κλείνω τα μάτια μου, και μτφ. Πεθαίνω |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Καμμώ

Ετυμολογία

Σημασιολογία

κλείνω τα μάτια μου, και μτφ. Πεθαίνω

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Ο «καμμυτός» = αυτός που έχει κλειστά τα μάτια του

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).