Κάπνισμα

Αναθεώρηση ως προς 10:29, 2 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Κάπνισμα (το) |etymologia= |simasiologia= το κάψιμο κάποιας ύλης για θεραπεία |proelefsi= }} __TOC...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Κάπνισμα (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

Παραδείγματα

«Εδάκκασεν σε ο κάμηλος, καπνίστου το μαλλίν του» δηλ. η επαφή με τον καπνό καιόμενης τρίχας ζώου θεραπεύει δάγκωμα από εκείνο το ζώο. Κατά το «ο τρώσας, ιάσεται» (Ν. Κυριαζής).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).