Καρφίτης

Αναθεώρηση ως προς 12:23, 2 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρφίτης (o) |etymologia= |simasiologia= απόστημα, μυτερό σπυρί σαν καρφί |proelefsi= }} __TOC__ ==...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Καρφίτης (o)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

απόστημα, μυτερό σπυρί σαν καρφί

Παραδείγματα

Θεραπεία με ειδική αλοιφή λεγόμενη «μαύρη». Γίνεται με πράσινο σαπούνι τριμμένο στον τρίφτη, μαστίχι, ελαιόλαδο, νεογέννητα ποντίκια σε λάδι να φουσκώσουν και βγάζεις το λάδι τους, πίσσα μαύρη, πέτρα πράσινη απο φαρμακείο (στυπτική), και άλλα μυστικά, τα τηγανίζεις να γίνουν αλοιφή και τη βάζεις στο απόστημα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).