Καταραμένον

Αναθεώρηση ως προς 12:51, 2 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καταραμένον (το) |etymologia= |simasiologia= σοβαρή επιδημία, πανώλη ή χολέρα |proelefsi= }} __TO...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Καταραμένον (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

σοβαρή επιδημία, πανώλη ή χολέρα

Παραδείγματα

«Φκάλε φάουσαν τζ̌αι καταραμένον» = σιώπα. «Έφαεν έναν καταραμένον» = κατανάλωσε μεγάλη ποσότητα φαγητού. «Έφαν την φάουσαν τζ̌αι τα εφτά καταραμένα»= για όσους τρώνε υπερβολικά

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).