Κογκώ

Αναθεώρηση ως προς 08:11, 3 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κογκώ |etymologia= από το αρχ. «κωκύω»= φωνάζω κλαίοντας |simasiologia= βογγώ |proelefsi= }} __TOC...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Κογκώ

Ετυμολογία

από το αρχ. «κωκύω»= φωνάζω κλαίοντας

Σημασιολογία

βογγώ

Παραδείγματα

«Κουντζ̌ίζω μαειρέψετε, στρώννω παρασ̌ωνώστε, τζ̌ι’ αν δεν φοάστε τον Θεόν μιάλην κούππαν δώστε», κυπριακή παροιμία. Λέγεται για αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι άρρωστοι, ενώ θέλουν να φάνε πολύ, με μεγάλη όρεξη.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).