Κολλώ

Αναθεώρηση ως προς 08:13, 3 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κολλώ |etymologia= |simasiologia= παίρνω ασθένεια από άλλο, άλλος άρρωστος μου μεταδίδει...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Κολλώ

Ετυμολογία

Σημασιολογία

παίρνω ασθένεια από άλλο, άλλος άρρωστος μου μεταδίδει ασθένεια

Παραδείγματα

«Εκόλλησα πούνταν που τον γείτον μου». «Πόφευκε που τον νευρικόν γιατί κολλάς τζ̌αι σούνι» = απόφευγε τον νευρικό (εκείνον που έχει άγχος, ανησυχία) διότι θα το πάθεις και εσύ (Παύλος Λιασίδης).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).