Κοττώ

Αναθεώρηση ως προς 08:40, 3 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Κοττώ |etymologia= |simasiologia= σκοτώνω ψύλλους (φθείρες), με το να τους βάλλω και πιέζω,...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Κοττώ

Ετυμολογία

Σημασιολογία

σκοτώνω ψύλλους (φθείρες), με το να τους βάλλω και πιέζω, μεταξύ των νυχιών των δύο αντιχείρων μου

Παραδείγματα

Από εδώ προέρχεται και το σκωπτικό «φτείρα κοττημένη»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).