Κωλογύρα

Αναθεώρηση ως προς 10:47, 3 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Κωλογύρα (η) |etymologia=από το «κώλος» + «γύριση» δηλ. περιφέρεια. Συνήθως λέγεται γι...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Κωλογύρα (η)

Ετυμολογία

από το «κώλος» + «γύριση» δηλ. περιφέρεια. Συνήθως λέγεται για γυναίκες.

Σημασιολογία

οι δύο γλουτοί και ο πρωκτός. Ο μεγάλος πισινός.

Παραδείγματα

«Άε την τούτην την πασ̌άν, ίντα κωλο(γ)ύρισην έσ̌ει!» «Γαμώ την κωλογύραν σου» (βρισιά)

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Κωλογύρηση

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).