Λάομα

Αναθεώρηση ως προς 10:58, 3 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Λάομα (το) |etymologia=από το αρχ. «ηλεός» |simasiologia= τρέλλα, επιληψία, σεληνιασμός |pro...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Λάομα (το)

Ετυμολογία

από το αρχ. «ηλεός»

Σημασιολογία

τρέλλα, επιληψία, σεληνιασμός

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«λαωμένος» = ο επιληπτικός, ερεθισμένος

Συνώνυμα

Λάωμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).