Μαρκώννω

Αναθεώρηση ως προς 13:14, 3 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Μαρκώννω |etymologia=από το αρχ. «μαργάω» = βραδύνω την κίνηση |simasiologia= γίνομαι ανα...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μαρκώννω

Ετυμολογία

από το αρχ. «μαργάω» = βραδύνω την κίνηση

Σημασιολογία

γίνομαι αναίσθητος από το κρύο, ναρκούμαι

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).