Μύξα

Αναθεώρηση ως προς 10:12, 4 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Μύξα (η) |etymologia= |simasiologia= η βλέννα από τη μύτη |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μύξα (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

η βλέννα από τη μύτη

Παραδείγματα

  • «Κάψε με τζ̌αι βάρ' μου μύξαν», φρ. = πρώτα με πληγώνεις και μετά έρχεσαι και με παρηγοράς. Δείχνει ότι η θεραπεία εγκαυμάτων γινόταν με μύξα.
  • «Που την κρυάδαν τρεσ̌΄ η μύξα μου – Ξέρω σε που το καλοτζ̌αίριν»= όταν κάποιος προσπαθεί να δικαιολογήσει τα ελαττώματα του, σε κάποιον άλλο που τον ξέρει καλά.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).