Νερωμένο

Αναθεώρηση ως προς 10:34, 4 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Νερωμένο (το) |etymologia= |simasiologia= αραιό αίμα, σαν νερό, σε περίπτωση αναιμίας |proelefs...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Νερωμένο (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αραιό αίμα, σαν νερό, σε περίπτωση αναιμίας

Παραδείγματα

«Εφτάνηνεν τζ̌' ενέρωσεν το γιαίμαν μου»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).