Ντζ̌ελλώννω

Αναθεώρηση ως προς 10:58, 4 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ντζ̌ελλώννω |etymologia=από το «αγκυλώνω». «Εντζ̌ελλώθηκα που του' ντα αγκάθκια τζ̌...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Ντζ̌ελλώννω

Ετυμολογία

από το «αγκυλώνω». «Εντζ̌ελλώθηκα που του' ντα αγκάθκια τζ̌αι τρέχουν τα γαίματα μου», φρ.

Σημασιολογία

πληγώνω με αγκάθι

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).