Ορμόπονος

Αναθεώρηση ως προς 08:34, 7 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ορμόπονος (ο) |etymologia= |simasiologia= πόνος των αρθρώσεων |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία==...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Ορμόπονος (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

πόνος των αρθρώσεων

Παραδείγματα

«Έπαρε κάμποσες αβδέλλες, τηγάνησε ταις με λάδιν και τρίφε ταις τζ̌ενκιές (δες «τζ̌ενκιά») και υγιαίνουν» (Μητροφάνους Ιατροσοφικόν).

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).